ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
ΛΗΔΑΣ ΚΟΥΡΣΟΥΜΠΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ:
Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2014, 10.30 π.μ.
1. Θέμα: Η ανάγκη άμεσης λειτουργίας του Μηχανισμού Έγκαιρου Εντοπισμού και Στήριξης για παιδιά με Ειδικές Ανάγκες στα δημόσια σχολεία
1.1. Τα ζητήματα που αφορούν την ποιότητα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, που προσφέρεται στο πλαίσιο το δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, βρίσκονται, από την έναρξης της λειτουργίας του θεσμού, σταθερά στις προτεραιότητές που θέτω, κάθε χρόνο, ως Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
1.2. Πέραν από τις παρεμβάσεις προς τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, που κατά καιρούς κάνω, στα πλαίσια διερεύνησης παραπόνων που αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις παιδιών, έχω δημοσιοποιήσει, σε σχέση με θέματα που αφορούν την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, δύο Θέσεις της Επιτρόπου (Θέση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για το Ειδικό Σχολείο Ευαγγελισμός, 28/04/2010 και Θέση της Επιτρόπου για την Αγωγή και Εκπαίδευση Παιδιών με Αναπηρίες, Δεκ. 2011: και οι δύο Θέσεις βρίσκονται αναρτημένες στην Ιστοσελίδα του Γραφείου της Επιτρόπου [www.childhood.org.cy] στο σύνδεσμο Επίσημες Θέσεις/ Εκθέσεις της Επιτρόπου) και μια Έκθεση. Η Έκθεσή δημοσιοποιήθηκε στις 29/04/2014, και τιτλοφορείται “Έκθεση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδας Κουρσουμπά, αναφορικά με τον εντοπισμό παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες στα πλαίσια του σχολείου”.
1.3. Σημειώνω ότι, το συγκεκριμένο θέμα ήταν ένα από τα πολλά που είχαν τεθεί ενώπιον μου και στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης που είχα κάνει το 2011, η οποία οδήγησε στη “Θέση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για την Αγωγή και Εκπαίδευση Παιδιών με Αναπηρίες».
1.4. Η Έκθεση της Επιτρόπου ετοιμάστηκε στα πλαίσια διερεύνησης παραπόνου που αφορούσε συγκεκριμένη περίπτωση παιδιού το οποίο, μέχρι και τα 15 του δεν είχε αξιολογηθεί παρ’ όλα τα μαθησιακά προβλήματα και δυσκολίες που παρουσίαζε, και ως εκ τούτου δεν είχε ενταχθεί σε πρόγραμμα ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης. Σημειώνεται ότι με βάση αξιολόγηση ιδιωτικού ψυχολόγου – που διενεργήθηκε όταν το παιδί ήταν πλέον 15 - το παιδί παρουσίαζε “γενικές μαθησιακές δυσκολίες (ανάγνωση, γραπτή έκφραση, μαθηματικά) λόγω περιορισμένου γνωστικού δυναμικού”.
1.5. Στην Έκθεσή μου καταγράφω το πλήρες ιστορικό της περίπτωσης, τις παρεμβάσεις μου προς τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού καθώς και το νομικό πλαίσιο το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε παιδιού να λαμβάνει εκπαίδευση προσαρμοσμένη στα ατομικά του χαρακτηριστικά. Σεβόμενη το περιορισμένο χρόνο της Επιτροπής, θα περιοριστώ σε μια σύνοψη των διαπιστώσεων καθώς και των εισηγήσεων που παραθέτω στην Έκθεση, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στο νομικό πλαίσιο που την καλύπτει.
1.6. Όσον αφορά τις διαπιστώσεις μου, αναφέρω ότι:
• Ενώ υπάρχει νομοθετική ρύθμιση η οποία διασφαλίζει τα δικαιώματα του παιδιού, ως παιδιού με αναπηρία, ωστόσο στο πλαίσιο της πρακτικής εφαρμογής των προνοιών του νόμου αυτά τα δικαιώματα συχνά καταπατούνται.
• Δημιουργεί έντονο προβληματισμό το γεγονός ότι, παρά τις προφανείς ενδείξεις που παρουσίασε το παιδί, τόσο στο γνωστικό όσο και στο συναισθηματικό επίπεδο, δεν κινητοποιήθηκε είτε κάποια/ κάποιος από τους εκπαιδευτικούς του είτε κάποια/ κάποιος ειδικός επαγγελματίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αξιολόγηση του παιδιού.
• To γεγονός ότι δεν έγινε έγκαιρη διάγνωση των αναγκών και των μαθησιακών δυσκολιών του παιδιού, προκειμένου να του προσφερθεί έγκαιρα η απαραίτητη στήριξη, επιβάρυνε τόσο τον ίδιο όσο και τους γονείς του με επιπρόσθετο άγχος.
• Είναι λυπηρό, αν όχι τραγικό, το γεγονός ότι, προκειμένου να πετύχει την αξιολόγηση του παιδιού της, η μητέρα του, υποχρεώθηκε να καταφύγει στον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη πιο τραγικό είναι το γεγονός ότι αυτό συνέβη μετά από παρότρυνση εκπαιδευτικού του παιδιού.
1.7. Όσον αφορά τις εισηγήσεις μου :
• Η έγκαιρη ανίχνευση/αναγνώριση παιδιών τα οποία παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν στην πορεία της σχολικής τους ζωής μαθησιακές δυσκολίες είναι ουσιαστικής σημασίας δεδομένου ότι η ουσιαστική παρέμβαση σε όσο το δυνατό μικρότερη ηλικία εκπαίδευσης μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των παιδιών που θα χρειάζονται στήριξη σε μεγαλύτερη ηλικία καθώς και την έκταση της στήριξης αυτής.
• Θα πρέπει να ενισχυθεί ο μηχανισμός έγκαιρου εντοπισμού των ειδικών μαθησιακών και άλλων αναγκών των παιδιών, σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να τίθεται, το αργότερο, σε πλήρη εφαρμογή με την έναρξη της φοίτησης του παιδιού στο νηπιαγωγείο, στα πλαίσια αγαστής συνεργασίας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς της τάξης, ειδικούς παιδαγωγούς και την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας.
• Για την αποτελεσματική και έγκαιρη υποστήριξη των παιδιών, από τη νηπιακή ηλικία, πρότεινα ήδη, από το 2011, τη σύσταση Ομάδων Άμεσης Παρέμβασης στις οποίες να συμμετέχουν Λογοπαθολόγος, Εργοθεραπευτής και Ειδικός Παιδαγωγός ενδεχομένως και Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος. Οι ομάδες θα στηρίζουν από άποψη ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης το έργο που γίνεται στο πλαίσιο της προσχολικής μονάδας. Στόχος θα πρέπει να είναι, κάθε παρέμβαση να σχεδιάζεται κατά τρόπο που να είναι δυνατή η στήριξη του παιδιού στη βάση ενός εξατομικευμένου προγράμματος εντός της τάξης και με στόχο τον περιορισμό της ανάγκης του παιδιού για στήριξη σε μεγαλύτερες ηλικίες.
• Υπάρχει ανάγκη για προετοιμασία κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού, το οποίο θα μπορεί, αφενός, να αναγνωρίσει παιδιά που πιθανόν να έχουν ειδικές ανάγκες, αφετέρου να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους αυτές. Συναφώς εισηγούμαι όπως, η προετοιμασία των εκπαιδευτικών Δημοτικής Εκπαίδευσης, στα πλαίσια των προπτυχιακών τους σπουδών, και των εκπαιδευτικών Μέσης Εκπαίδευσης στα πλαίσια της προϋπηρεσιακής τους κατάρτισης, περιλαμβάνει υποχρεωτικό σεμινάριο σε θέματα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σε ότι αφορά τις ιδιαίτερες ανάγκες και τη νομοθεσία που διέπει τα παιδιά με αναπηρία καθώς και ενδείξεις στη συμπεριφορά και την επίδοση οι οποίες δικαιολογούν παραπομπή του παιδιού για αξιολόγηση στην Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
• Καθόσον αφορά τη νομική υποχρέωση του προσωπικού ενός σχολείου σε ότι αφορά παιδιά με αναπηρία, θεωρώ ότι, το ΥΠΠ, ως η καθ’ ύλην αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών στα πλαίσια του σχολείου, θα πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίζει την εφαρμογή τους από όλους τους επαγγελματίες στο χώρο του σχολείου και, επιπρόσθετα, να λαμβάνει πειθαρχικά μέτρα σε περίπτωση παραβίασής τους.
• Σε αυτά τα πλαίσια, κάθε Επιθεωρητής/τρια πρέπει να διασφαλίζει ότι η Διευθυντική Ομάδα του κάθε σχολείου για το οποίο είναι υπεύθυνος/η έχει πλήρη γνώση καθόσον αφορά το νομικό πλαίσιο που διέπει τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Από την πλευρά της η Διεύθυνση του κάθε σχολείου οφείλει να φροντίζει για την ενημέρωση και επιμόρφωση του προσωπικού σε ότι αφορά τη σχετική νομοθεσία και τον έγκαιρο εντοπισμό παιδιών που πιθανόν να έχουν μαθησιακές δυσκολίες, πέραν της εγκυκλίου που πιθανόν να λαμβάνει, από το ΥΠΠ, κατά την έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς.
• Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι, ο κάθε Διευθυντής/τρια οφείλει να είναι ενήμερος/η για το κάθε παιδί που φοιτά στο σχολείο του/της το οποίο βιώνει σχολική αποτυχία ή παρουσιάζει συναισθηματικές ή άλλες δυσκολίες και σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς να αξιολογεί έγκαιρα κατά πόσο χρήζει αξιολόγησης από την Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
2. Θέμα: Ενημέρωση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας για την μέχρι τώρα πορεία του θεσμού των ΖΕΠ, όπως επίσης και για τους σχεδιασμούς του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού αναφορικά με το μέλλον του θεσμού.
2.1.Η συντεταγμένη Πολιτεία, σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο, και το σύνολο των εκπαιδευτικών λειτουργών και των υπόλοιπων επαγγελματιών στο χώρο της εκπαίδευσης, στο επίπεδο της καθημερινής εκπαιδευτικής πράξης, έχουν νομική υποχρέωση να θεμελιώνουν και να εφαρμόζουν, τόσο τις ευρύτερες εκπαιδευτικές πολιτικές και πρακτικές τους, όσο και τις ειδικότερες εκπαιδευτικές δράσεις και προγράμματα, με σταθερή αναφορά το νομικό και ηθικό πλαίσιο που δημιουργεί η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
2.2. Σύμφωνα με την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού , η Αρχή της Μη Διάκρισης και η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού συνιστούν δύο από τις τέσσερις βασικές αρχές της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως καθοδηγητικές για την εφαρμογή όλων των υπολοίπων άρθρων της Σύμβασης ξεχωριστά.
2.3. Η Αρχή της Μη Διάκρισης, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 2 της Σύμβασης, δεσμεύει τα κράτη να σέβονται τα δικαιώματα που αναφέρονται στη Σύμβαση και να τα εξασφαλίζουν σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους «χωρίς καμιά διάκριση στη φυλή […] την ανικανότητά τους, τη γέννησή τους ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση».
2.4. Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού περιγράφεται στο άρθρο 3 (1) της Σύμβασης, το οποίο καθορίζει ότι, σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής ευημερίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού.
2.5. Η Σύμβαση διασφαλίζει το δικαίωμα του κάθε παιδιού να απολαμβάνει το αγαθό της εκπαίδευσης και, παράλληλα, δεσμεύει το κράτος να διαμορφώσει ένα σχολείο με παιδοκεντρικό χαρακτήρα, φιλικό προς τα παιδιά και προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες και τις ικανότητες κάθε παιδιού.
2.6. Σύμφωνα με το άρθρο 28 της Σύμβασης, τα συμβαλλόμενα κράτη είναι υποχρεωμένα να αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση και να μεριμνούν ώστε αυτή να επιτευχθεί προοδευτικά στη βάση της ισότητας των ευκαιριών.
2.7. Σύμφωνα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση δεν είναι απλά θέμα πρόσβασης (άρθρο 28) αλλά και περιεχομένου (άρθρο 29). Η Επιτροπή υποδεικνύει ότι η εκπαίδευση, της οποίας το περιεχόμενο θεμελιώνεται στις αξίες που ορίζονται στο άρθρο 29 (1) της Σύμβασης, σημαίνει μια παιδοκεντρική εκπαίδευση που στόχο έχει «την ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε παιδιού ξεχωριστά, των ταλέντων και των ικανοτήτων του, αναγνωρίζοντας ότι κάθε παιδί έχει μοναδικά χαρακτηριστικά, ενδιαφέροντα, ικανότητες και μαθησιακές ανάγκες» . Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι, το άρθρο 29 (1) προωθεί μια ολιστική προσέγγιση στην εκπαίδευση η οποία να διασφαλίζει ότι οι διαθέσιμες εκπαιδευτικές ευκαιρίες θα αντανακλούν την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην προώθηση των φυσικών, νοητικών, πνευματικών και συναισθηματικών πλευρών της εκπαίδευσης καθώς και ανάμεσα στη διανοητική, την κοινωνική και πρακτική της διάσταση.
2.8. Οι Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας, όπως αυτές λειτουργούν στο πλαίσιο του κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος συνιστά πολιτική θετικής διάκρισης θεμελιωμένη στις αρχές της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
2.9. Η Κυπριακή Πολιτεία θα πρέπει να συνεχίσει να επενδύει στον θεσμό των Ζωνών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας αξιολογώντας τη λειτουργία των σχολείων ΖΕΠ σε σταθερή βάση, και όπου και όταν αυτό είναι απαραίτητο, τροποποιώντας και αναπροσαρμόζοντας τα προγράμματά της με γνώμονα πάντα την εξυπηρέτηση, κατά τον καλύτερο δυνατόν τρόπο, του συμφέροντος των παιδιών.
2.10. Στα πλαίσια άσκησης του ελεγκτικού μου ρόλου, ολοκλήρωσα το Δεκέμβριο του 2013, δημοσιοποίησα στις 18/03/2014, Έκθεση με τίτλο "Έκθεση της Επιτρόπου αναφορικά με τις συνθήκες εκπαίδευσης στο ΙΗ΄ Δημοτικό Σχολείο (Αγίου Αντωνίου)Λεμεσού", η οποία βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Γραφείου της Επιτρόπου [www.childhood.org.cy] στο σύνδεσμο Επίσημες Θέσεις/ Εκθέσεις της Επιτρόπου, αναφορικά με τις συνθήκες εκπαίδευσης στο ΙΗ΄ Δημοτικό Σχολείο (Αγίου Αντωνίου) Λεμεσού, σχολείο που λειτουργεί εντός Ζώνης Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας, βασισμένη σε σχετική διερεύνηση που είχα διενεργήσει κατόπιν σχετικού παραπόνου.
2.11. Η Έκθεση σημειώνει το θετικό ρόλο που έχει ο ευέλικτος χαρακτήρας του θεσμικού πλαισίου των Ζ.Ε.Π., ως προς τον τρόπο λειτουργίας ενός σχολείου με πολύ ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα ως προς τη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού και των εκπαιδευτικών του αναγκών.
2.12. Πέραν από τις παρατηρήσεις μου, στην Έκθεση παραθέτω αριθμό εισηγήσεων, ορισμένες εκ των οποίων έχουν γενικότερη εφαρμογή για τη λειτουργία των σχολείων Ζ.Ε.Π.. Ως εκ τούτου τις παραθέτω και εδώ:
• Μέσα από τη διαμόρφωση των κατάλληλων εκπαιδευτικών συνθηκών και τη λήψη των απαραίτητων παιδαγωγικών μέτρων, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού καλείται να αξιοποιήσει την ιδιομορφία κάθε σχολείου, διαμορφώνοντας το κατά τρόπο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συνόλου των παιδιών που φοιτούν σε αυτό.
• Ο ειδικός χαρακτήρας των σχολείων Ζ.Ε.Π. επιβάλλει ώστε οι εκπαιδευτικοί που θα τα στελεχώσουν να έχουν ή να λαμβάνουν σχετική ειδική παιδαγωγική κατάρτιση και συνεχή επιμόρφωση.
• Παράλληλα, η πολιτεία καλείται να αναπτύξει κίνητρα για την προσέλκυση για στελέχωση των σχολείων Ζ.Ε.Π., των πλέον έμπειρων και καταρτισμένων στο θέμα εκπαιδευτικών
• Στις περιοχές όπου λειτουργούν σχολεία Ζ.Ε.Π. θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία των εκπαιδευτικών αρχών με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Παράλληλα, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας καλούνται να αναπτύξουν ολοκληρωμένα προγράμματα κοινωνικής παρέμβασης, τα οποία να καλύπτουν τις ανάγκες των σχολείων, να υποστηρίζουν την επικοινωνία των σχολείων με τις οικογένειες των παιδιών και να επεκτείνονται στην ευρύτερη περιοχή του σχολείου, προσαρμοζόμενο στις ιδιαιτερότητες της κάθε κοινότητας ξεχωριστά.
• Να ενισχυθεί άμεσα η δυνατότητα των σχολείων Ζ.Ε.Π. για παροχή ψυχοκοινωνικής στήριξης στα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς που εργάζονται σε αυτό. Αυτό συνεπάγεται ότι η παρουσία του εκπαιδευτικού ψυχολόγου σε κάθε σχολείο Ζ.Ε.Π. σε όσο πιο τακτική και συχνή βάση είναι δυνατόν, επιβάλλεται.