Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τους Συνδέσμους Γονέων του Δημόσιου Νηπιαγωγείου και του Δημοτικού Σχολείου Πύλας καθώς και το Συμβούλιο Κοινοτικής Ευημερίας Πύλας, για την ευγενική τους πρόσκληση να βρίσκομαι σήμερα εδώ προκειμένου να αναπτύξω το θέμα «¨Τα Δικαιώματα του Παιδιού στην Οικογένεια» .
Θέλω ακόμη, κυρίες και κύριοι, να ευχαριστήσω και παράλληλα να συγχαρώ εσάς για τη συμμετοχή σας στην εκδήλωση αυτή. Η παρουσία σας απόψε είναι ενδεικτική του ενδιαφέροντος και της αγάπης που έχετε για τα παιδιά σας. Το να γίνει κάποιος γονέας δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε προηγούμενη κατάρτιση ή επιμόρφωση. Ωστόσο, η επιμόρφωση είναι σημαντικό βοήθημα για κάθε γονιό, προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του και τον καλύτερο οδηγό για να αναπτύξει θετικές γονικές συμπεριφορές.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Πολλοί ενήλικες, συχνά, προσεγγίζουν τα δικαιώματα του παιδιού με προβληματισμό, μερικοί δε, με αρνητισμό και αίσθημα ανασφάλειας. Επαγγελματίες ανησυχούν ότι τα δικαιώματα του παιδιού αντιστρατεύονται ή περιορίζουν δικά τους δικαιώματα και δεν τους επιτρέπουν να επιτελέσουν αποτελεσματικά το έργο και την αποστολή τους. Από την άλλη, γονείς ανησυχούν ότι τα δικαιώματα του παιδιού ανατρέπουν την οικογενειακή τάξη, οδηγούν σε αναρχία και αμφισβητούν το δικό τους γονικό ρόλο. Η γονική αντίδραση/ αντίσταση, σε αρκετές περιπτώσεις, καθοδηγείται από την αντίληψη ότι η αναγνώριση των δικαιωμάτων στο παιδί, ακυρώνει το δικό τους γονικό ρόλο, και αμφισβητεί το δικαίωμά τους να καθορίζουν την ηθική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών τους.
Τέτοιες αντιλήψεις και αντιστάσεις δεν απορρέουν , κατ’ ανάγκη, ούτε από την έλλειψη αγάπης ούτε από την έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος για τα παιδιά. Σίγουρα όμως είναι ενδεικτικές ενός αδιέξοδου, κατά την άποψή μου, φόβου που απορρέει από παραδοσιακά πρότυπα σκέψης σύμφωνα με τα οποία το παιδί είναι το πολύτιμο κτήμα των γονιών, το οποίο οφείλουν να προστατέψουν με κάθε τρόπο. Τέτοιες αντιλήψεις θέλουν το παιδί αποκλειστικά ως δέκτη της φροντίδας των γονιών τους, οι οποίοι, «γνωρίζουν» και, ως εκ τούτου, είναι οι μόνοι κατάλληλοι να αποφασίζουν τι είναι για το ίδιο επωφελές και τι όχι. Ενώ καθοδηγούνται από αισθήματα αγάπης και ευθύνης για το παιδί, το καταδικάζουν, ουσιαστικά, στην παθητικότητα, ακυρώνοντας του τη δυνατότητα να καταστεί ικανό να γίνει το ίδιο ο πρωταγωνιστής στη ζωή του.
Στον αντίποδα τέτοιων προσεγγίσεων βρίσκεται η πρόταση για το γονικό ρόλο που απορρέει από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η πρόταση αυτή θέλει το παιδί, από την αρχή της ζωής του, ως μια διακριτή από τους γονείς του ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία έχει τη δυνατότητα, προοδευτικά, με την κατάλληλη συνδρομή του κοινωνικού του περιβάλλοντος, να αναπτύξει ικανότητες, γνώσεις και δεξιότητες που να του επιτρέπουν να λειτουργεί με πλήρη αυτονομία. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η διασφάλιση της προστασίας και της ευημερίας του παιδιού περνά μέσα από τη συστηματική ενδυνάμωσή του, την ενίσχυση της συμμετοχής του και της δυνατότητάς του να διαμορφώνει και να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Την πρόταση αυτή συνοψίζει το σύνθημα, το οποίο ως Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, υιοθέτησα για τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της 21ης επετείου από την υιοθέτηση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού «Προστατεύω την αυτονομία του, ενδυναμώνω τη φωνή του» .
Στη συνέχεια της ομιλίας μου θα επιχειρήσω να αναπτύξω περαιτέρω την πρόταση αυτή επικεντρώνοντας στο πώς η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού προσεγγίζει τα δικαιώματα του Παιδιού στο πλαίσιο της οικογένειας και ποιες υποχρεώσεις δημιουργεί στους γονείς αλλά και την πολιτεία.
Αρχικά, θα επιχειρήσω μια πολύ σύντομη και, ως εκ τούτου, ιδιαίτερα γενική παρουσίαση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Στη συνέχεια, θα αναφερθώ ιδιαίτερα στο πώς η Σύμβαση προσεγγίζει το θεσμό της οικογένειας και τη σχέση του παιδιού με τους γονείς του και θα αναπτύξω αυτό που ονομάζω τριαδική σχέση ανάμεσα σε Κράτος, παιδί και οικογένεια, την οποία θεμελιώνει η Σύμβαση. Θα αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο η Σύμβαση κατοχυρώνει το δικαίωμα των γονιών να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με βάση τις δικές τους αξίες και αρχές ενώ, παράλληλα, παρέχει το θεωρητικό πλαίσιο στην βάση του οποίου είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ένα θετικό γονικό μοντέλο. Τέλος, πολύ συνοπτικά, θα αναπτύξω πώς ένα δημοκρατικό οικογενειακό περιβάλλον είναι δυνατόν να προάγει αποτελεσματικά τα δικαιώματα του παιδιού και, παράλληλα, προσφέρει ένα πλαίσιο πρόληψης και προστασίας των παιδιών μας από τους πολλαπλούς κινδύνους του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Α. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, είναι η πρώτη νομικά δεσμευτική διεθνής Πράξη η οποία ενσωματώνει το πλήρες εύρος των ανθρώπινων δικαιωμάτων – αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών και πολιτιστικών – σε ένα και μοναδικό κείμενο.
Η Σύμβαση, υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989 και κατέστη μέρος του διεθνούς δικαίου το 1990. Στα 54 της άρθρα, καθώς και σε δύο μεταγενέστερα προαιρετικά Πρωτόκολλα, ασχολείται με ένα ευρύτατο φάσμα τομέων που αγγίζουν κάθε έκφανση της ζωής των παιδιών φιλοδοξώντας, «να προωθήσει και να προστατέψει τα δικαιώματα του παιδιού σε κάθε λεωφόρο της ζωής» (“OptionalProtocols” 2000, Προοίμιο).
Η Σύμβαση θεμελιώνει και νομικά κατοχυρώνει μια νέα αντίληψη της παιδικότητας: το παιδί αναγνωρίζεται ως ολοκληρωμένη ανθρώπινη ύπαρξη με εγγενή αξιοπρέπεια, αναφαίρετα δικαιώματα και αναπτυσσόμενη αυτονομία. Η Σύμβαση, αναγνωρίζει και, ταυτόχρονα, δεσμεύει, τα Συμβαλλόμενα Κράτη να σέβονται και παράλληλα να προασπίζονται τα δικαιώματα των παιδιών εγκαθιδρύοντας, για πρώτη φορά με διεθνή νόμο, την απευθείας σχέση μεταξύ του παιδιού και του κράτους.
Β. Η προσέγγιση της οικογένειας από τη Σύμβαση
Πέραν της απευθείας νομική σχέση του παιδιού με το κράτος, την οποία εγκαθιδρύει, η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού αποδίδει στην οικογένεια πρωταρχικό ρόλο στα πλαίσια της ανατροφής του παιδιού αναγνωρίζοντας ότι «η οικογένεια είναι η θεμελιώδης μονάδα της κοινωνίας και το φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και την ευημερία όλων των μελών της, και ιδιαίτερα των παιδιών». Υπογραμμίζοντας τον κεντρικό ρόλο της οικογένειας στο πλαίσιο της κοινωνίας, η Σύμβαση, αναγνωρίζει ότι, «το παιδί για την αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, πρέπει να μεγαλώνει μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, σ' ένα κλίμα ευτυχίας, αγάπης και κατανόησης» (Προοίμιο).
Εδώ θέλω να επισημάνω ότι ο θεσμός της οικογένειας, λόγω της οικουμενικότητάς του παρουσιάζει μια πολυμορφία ως προς τη δομή και την οργάνωση - σε διαφορετικά πολιτισμικά και/ή κοινωνικά πλαίσια συναντούμε διαφορετικά είδη οικογένειας. Είναι για αυτό, που όλες οι διεθνής Πράξεις, συμπεριλαμβανομένης και της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, προσεγγίζουν με μια διευρυμένη αντίληψη τον όρο οικογένεια, ούτως ώστε αυτός να καλύπτει κάθε είδους, κοινωνικά αποδεκτή, οικογενειακή δομή, δηλαδή, πυρηνική οικογένεια, μονογονική κτλ.
Γ. Η τριαδική σχέση κράτους – παιδιού – οικογένειας
Η Σύμβαση, θεμελιώνει μια τριαδική σχέση ανάμεσα στο κράτος, την οικογένεια και το παιδί, ως φορέα εγγενούς αξιοπρέπειας και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων. Στη βάση της τριαδικής αυτής σχέσης, το κράτος αναλαμβάνει την ευθύνη να στηρίξει και να προωθήσει τα δικαιώματα του παιδιού είτε άμεσα, μέσα από την ανάπτυξη πολιτικών που αφορούν το παιδί και τα δικαιώματά του, είτε έμμεσα, μέσω νομοθετικών και διοικητικών μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση και την ενδυνάμωση της οικογένειάς. Η Σύμβαση υποχρεώνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη «να εξασφαλίζουν στο παιδί την αναγκαία για την ευημερία του προστασία και φροντίδα, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονέων του, και (να) παίρνουν για το σκοπό αυτόν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα» (Άρθρο 3). Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει ότι στους γονείς «ανήκει πρωτίστως η ευθύνη της εξασφάλισης, μέσα στα όρια των δυνατοτήτων τους και των οικονομικών μέσων τους, των απαραίτητων για την ανάπτυξη του παιδιού συνθηκών ζωής» (Άρθρο 27).
Υποχρεώνει, όμως, τα Συμβαλλόμενα Κράτη «να παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα, για να βοηθήσουν τους γονείς και τα άλλα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για το παιδί, να εφαρμόσουν το δικαίωμα αυτό και να προσφέρουν, σε περίπτωση ανάγκης, υλική βοήθεια και προγράμματα στήριξης, κυρίως σε σχέση με τη διατροφή, το ρουχισμό και την κατοικία»[ Άρθρο 27 (2)].
Δ. Το δικαίωμα του παιδιού σε ένα υγιές και ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον
Στη βάση της Σύμβασης, κάθε παιδί έχει δικαίωμα να μεγαλώσει στο πλαίσιο της οικογένειάς του και, ως εκ τούτου, στα πλαίσια της τριαδικής σχέσης που έχω αναφέρει, το κράτος, υποχρεούται να του το διασφαλίζει. Ωστόσο, ακόμη και στο πλαίσιο της οικογένειας, το κράτος διατηρεί την ευθύνη που έχει σε ότι αφορά στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του παιδιού. Το παιδί διατηρεί αναλλοίωτα τα δικαιώματά του και στο εσωτερικό της οικογένειας. Ωστόσο, η Σύμβαση προβλέπει ότι, όταν οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι ο χωρισμός του παιδιού από τους γονείς του είναι αναγκαίος για το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, μπορούν να προχωρήσουν ακόμη και στην απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένεια ή τον ένα γονέα. Η απόφαση αυτή, βέβαια, υπόκειται σε δικαστική αναθεώρηση σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και διαδικασίες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη Σύμβαση «Μια τέτοια απόφαση μπορεί να είναι αναγκαία σε ειδικές περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν οι γονείς κακομεταχειρίζονται ή παραμελούν το παιδί, ή όταν ζουν χωριστά και πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά με τον τόπο διαμονής του παιδιού» (Άρθρο 9).
Είναι γενικότερη πεποίθηση ότι, προκειμένου το παιδί να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη και αυτόνομη προσωπικότητα, πάνω απ’ όλα, χρειάζεται ένα ασφαλές, σταθερό και υγιές οικογενειακό περιβάλλον. Χρειάζεται ένα οικογενειακό περιβάλλον απαλλαγμένο από κάθε μορφής βία και κακοποίηση. Ένα οικογενειακό περιβάλλον που να επιτρέπει στο παιδί, να νιώθει ασφάλεια και να του εξασφαλίζει, τα απαραίτητα, ψυχικά, νοητικά και υλικά εφόδια, για την πλήρη και ολόπλευρη ανάπτυξή του.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, με βάση το πνεύμα αλλά και το γράμμα της Σύμβασης, η ανατροφή των παιδιών είναι μεν δικαίωμα αλλά, ταυτόχρονα, ευθύνη και καθήκον της οικογένειας, το οποίο πρέπει να επιτελείται με πλήρη σεβασμό στα δικαιώματα του παιδιού.
Ε. Το δικαίωμα των γονιών να μεγαλώνουν τα παιδιά στη βάση των δικών τους πιστεύω, αρχών και αξιών
Ο τρόπος ανατροφής των παιδιών στα πλαίσια της οικογένειας είναι φυσικό να διαφοροποιείται ανάλογα με την κουλτούρα, το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο, τα ήθη και τις παραδόσεις της κοινωνίας. Η Σύμβαση, σε καμιά περίπτωση, δεν καθορίζει ποιος είναι ο σωστός τρόπος ανατροφής των παιδιών αλλά ούτε και αμφισβητεί, το δικαίωμα των γονιών να μεγαλώσουν το παιδί τους με βάση τις δικές τους παραδόσεις και πεποιθήσεις, στο βαθμό που αυτές δεν είναι επιβλαβείς για το παιδί. Ωστόσο, η Σύμβαση, παρέχει το υπόβαθρο πάνω στο οποίο είναι δυνατόν να στηριχτούν οι γονείς προκειμένου να οικοδομήσουν θετικές γονικές συμπεριφορές και στάσεις ικανές να διαμορφώσουν ένα οικογενειακό περιβάλλον εμποτισμένο με το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα γενικά και τα δικαιώματα του παιδιού πιο ειδικά, ένα περιβάλλον που θα το ενδυναμώσει και θα το θωρακίσει, προσφέροντας ένα προστατευτικό πλαίσιο έναντι των κινδύνων της κοινωνίας, που σίγουρα είναι το ζητούμενο για κάθε γονιό, για κάθε οικογένεια.
Στ. Θετικός γονικός ρόλος
Ο θετικός γονικός ρόλος ανάγεται σε μια ολιστική προσέγγιση των δικαιωμάτων του παιδιού, καθοδηγούμενη από τις τέσσερις βασικές αρχές της Σύμβασης οι οποίες, σύμφωνα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το όργανο των Ηνωμένων Εθνών που είναι επιφορτισμένο με την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης σε κάθε κράτος μέλος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως καθοδηγητικές για την εφαρμογή όλων των υπολοίπων Άρθρων της Σύμβασης ξεχωριστά. Αυτές είναι:
· Η Αρχή του Δικαιώματος στη Ζωή, στην Επιβίωση και στην Ανάπτυξη: Το δικαίωμα του παιδιού στη ζωή και την ανάπτυξη είναι ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματά του. Τα Συμβαλλόμενα κράτη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν το εγγενές δικαίωμα του παιδιού στη ζωή.
· Η Αρχή της Μη – Διάκρισης: Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να απολαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων του που κατοχυρώνεται από τη Σύμβαση χωρίς καμιά διάκριση. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν την υποχρέωσή τους να εξασφαλίζουν ότι όλα τα παιδιά που βρίσκονται στην επικράτειά τους θα έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν τα δικαιώματά τους όπως αυτά κατοχυρώνονται στο κείμενο της Σύμβασης.
· Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού: Κάθε ενέργεια που λαμβάνεται με σημείο αναφοράς το παιδί (ή κάποια ομάδα παιδιών) θα πρέπει να λαμβάνει πρώτα και πάνω από όλα υπόψη το συμφέρον του ίδιου του παιδιού (ή της ομάδας των παιδιών).
· Η Αρχή της Συμμετοχής: Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να λαμβάνει πληροφόρηση σχετικά με ότι το αφορά αλλά και να του παρέχονται όλες εκείνες οι ευκαιρίες που θα του επιτρέψουν να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις σε σχέση με τα θέματα αυτά. Το παιδί θα πρέπει να έχει την ευκαιρία όχι μόνο να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του αλλά αυτές να ακούγονται και να λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό της ωριμότητάς του, στα πλαίσια των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων.
Στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα παιδοκεντρικής κοινωνίας, όπως είναι η Κυπριακή, πρώτιστη μέριμνα των γονιών, στη συντριπτική τους τουλάχιστον πλειοψηφία, είναι να διασφαλίσει ότι το παιδί τους θα μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που του επιτρέπει να μεγαλώσει με ασφάλεια και να αναπτύξει τις κλίσεις και τα ταλέντα του. Με μέριμνα των γονιών αλλά και τη συμπαράσταση και στήριξη του κράτους, εκεί και όπου χρειάζεται, τα παιδιά στην Κύπρο και στο πλαίσιο της οικογένειας, απολαμβάνουν μια σειρά από αγαθά (υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευση, ψυχαγωγία κλπ) τα οποία θεωρούνται, κατά το μάλλον ή ήττον, αυτονόητα.
Δύσκολα μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι πρόθεση του οποιουδήποτε γονιού σε σχέση με μια απόφαση ή ενέργεια που λαμβάνει αναφορικά με το παιδί του δεν έχει ως κίνητρο ή σημείο εκκίνησης την προσπάθειά του να διασφαλίσει αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως το συμφέρον του παιδιού, [παρόλο που υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτό μπορεί να συμβαίνει].
Πολύ πιο εύκολο είναι να αμφισβητήσει κάποιος κατά πόσο το αποτέλεσμα μιας γονικής απόφασης ή συμπεριφοράς λειτούργησε με άξονα το συμφέρον του παιδιού, ειδικότερα μάλιστα όταν αυτή η απόφαση ή ενέργεια λήφθηκε χωρίς την οποιαδήποτε διαβούλευση με το ίδιο το παιδί. Οι γονείς, στη βάση της παραδοσιακής αντίληψης που είτε τους αναγνωρίζει «ιδιοκτησιακά δικαιώματα» πάνω στα παιδιά τους είτε αμφισβητεί τη δυνατότητα του παιδιού να σχηματίσει και να εκφέρει μια τεκμηριωμένη άποψη, αδυνατούν ή αποφεύγουν να δώσουν στα παιδιά τους περιθώρια ουσιαστικής συμμετοχής στο πλαίσιο της οικογένειας. Κατά τον τρόπο αυτό παραγνωρίζουν τη βασική ανάγκη του παιδιού, ως ανεξάρτητου όντος το οποίο διαπλάθεται και το οποίο έχει διαρκώς αναπτυσσόμενες ικανότητες, να οικοδομήσει μια θετική αυτοαντίληψη και, παράλληλα, κριτική σκέψη και δεξιότητες συνεργασίας μέσα από την ισότιμη επικοινωνία με τους γονείς του και γενικότερα με όλους τους ενήλικες με τους οποίους έρχεται σε επαφή.
Στ. Το μοντέλο της δημοκρατικής οικογένειας
Τα δικαιώματα συμμετοχής του παιδιού [τα οποία κατοχυρώνονται, ιδιαίτερα με τα άρθρα 12 – 17 της Σύμβασης], διαμορφώνουν το πλαίσιο λειτουργίας μιας δημοκρατικής οικογένειας. Μιας οικογένειας την οποία χαρακτηρίζουν ο αμοιβαίος σεβασμός, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η αλληλοκατανόηση, η συνεργασία και η ισότητα, υπό την έννοια ότι κάθε μέλος της έχει την ίδια αξία ως ανθρώπινη ύπαρξη. Στα πλαίσια μιας τέτοιας οικογένειας, το παιδί δεν παραμένει παθητικός αποδέκτης των αποφάσεων των γονιών του. Αντίθετα, έχει τη δυνατότητα να νιώσει ότι είναι ενεργητικό μέλος της οικογένειας. Σε μια τέτοια οικογένεια, οι γονείς καθοδηγούν, χωρίς να χειραγωγούν το παιδί, κατά τρόπο θετικό, δημιουργώντας τις κατάλληλες ευκαιρίες ώστε αυτό να διαμορφώνει ελεύθερα τις απόψεις του και να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων. Στα πλαίσια μιας δημοκρατικής οικογένειας, το παιδί έχει την ευκαιρία να αναπτύξει σταδιακά την αυτονομία του, να εμπεδώσει τα δικαιώματά του και, κατά συνέπεια, να συνειδητοποιήσει τις απορρέουσες από αυτά υποχρεώσεις του. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να λειτουργεί κατά τρόπο υπεύθυνο και παραγωγικό, τόσο στο πλαίσιο της οικογένειας όσο και στο πλαίσιο της ευρύτερης κοινωνίας.
ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Η οικογένεια είναι για το παιδί η πρώτη μικρο-κοινωνία στην οποία εντάσσεται, και αποτελεί το πρωταρχικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης που έχει στη διάθεσή του.
Κάθε οικογένεια, δικαιούται, με βάση τη Σύμβαση, κάθε δυνατή στήριξη, από το κράτος, για να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της να βοηθήσει το παιδί να μεγαλώσει σε συνθήκες που θα του επιτρέπουν να απολαμβάνει όλο το φάσμα των δικαιωμάτων του. Παράλληλα, οι γονείς έχουν την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον να παρέχουν στο παιδί, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του, την κατάλληλη καθοδήγηση και συμβουλές κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζει η Σύμβαση (Άρθρο 5).
Οι γονείς, λειτουργούν ως οι πρώτοι του παιδαγωγοί και δάσκαλοι. Είναι αυτοί που θα του μεταδώσουν βασικές γνώσεις για τη ζωή, θα του διδάξουν δεξιότητες επικοινωνίας και θα αποτελέσουν για αυτό τα πρώτα και, ίσως τα σημαντικότερα, πρότυπα συμπεριφοράς και νοοτροπίας.
Ένα παιδί που μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον το οποίο σέβεται και προασπίζεται τα δικαιώματά του, έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και μαθαίνει το ίδιο να σέβεται τα δικαιώματα των άλλων. Ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια που έχει αναπτύξει μαζί του από τη νηπιακή του ηλικία μία επικοινωνία, ένα διάλογο, μια δυνατότητα να του μιλά αλλά και το ακούει, αποκτά ένα τεράστιο προστατευτικό πλαίσιο που το ενδυναμώνει και το κατοχυρώνει έναντι πολλών κινδύνων που το απειλούν. Μέσα από το διάλογο, η οικογένεια θα δώσει στο παιδί τις αξίες και αρχές που η ίδια πρεσβεύει, θα δώσει ενημέρωση και γνώση για το τι συμβαίνει γύρω του, και τους κινδύνους που διατρέχει. Αναφέρω για παράδειγμα τους κινδύνους κακοποίησης των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής κακοποίησης, από ναρκωτικά και άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες, ακόμη και κινδύνους από τη χρήση του διαδικτύου. Ένα παιδί που έχει συνεχή διάλογο με την οικογένεια του, φυσιολογικά, την ώρα που αντιμετωπίζει πρόβλημα θα στραφεί στην οικογένεια για βοήθεια. Και αν ακόμα έχει πέσει θύμα κάποιων ή μιας κατάστασης, θα στραφεί στην οικογένεια για στήριξη. Για τούτο και πιστεύω ακράδαντα, όπως έχω ήδη τονίσει, ότι ένα δημοκρατικό οικογενειακό περιβάλλον, πέραν του ότι προαγάγει αποτελεσματικά τα δικαιώματα του παιδιού, λειτουργεί ως πλαίσιο πρόληψης αλλά και προστασίας του παιδιού από τους διάφορους κινδύνους που μαστίζουν σήμερα την κοινωνία μας.
Βέβαια η οικογένεια για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά, χρειάζεται στήριξη από την πολιτεία με πολλούς τρόπους. Στήριξη ώστε να υπάρξει συμφιλίωση μεταξύ του σημερινού τρόπου ζωής, και της άσκησης του γονικού ρόλου, στήριξη που ανάγεται σε ενδυνάμωση των γονιών μέσα από την ενημέρωση για διάφορα θέματα που έχουν σήμερα να αντιμετωπίσουν, όπως η αποτελεσματική και ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά τους, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, και η ορθή χρήση και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την αλόγιστη χρήση του διαδικτύου, τα ναρκωτικά και οι άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες, για να αναφέρω μόνο μερικά.
Οφείλουμε λοιπόν, όλοι, πολιτεία και οικογένεια, να κατανοήσουμε ότι, προάγοντας τα δικαιώματα του παιδιού στο πλαίσιο της οικογένειας, βοηθώντας και στηρίζοντας τους γονείς να ανταποκριθούν στο σύνολο των αναγκών των παιδιών τους, υιοθετώντας θετικά γονικά πρότυπα και λειτουργώντας δημοκρατικά, θέτουμε τις βάσεις για μια πιο δημοκρατική και ευημερούσα κοινωνία.