Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού

Ανεξάρτητος Εθνικός Οργανισμός Δικαιωμάτων του Παιδιού - Κύπρος


Θέλω, καταρχήν, να ευχαριστήσω το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και ιδιαίτερα το Διευθυντή του, κ. Αντρέα Χαραλάμπους, για την ευγενική πρόσκληση να συμμετέχω με εισήγησή μου στα πλαίσια μιας τόσο ενδιαφέρουσας και ιδιαίτερα επίκαιρης, σε ότι αφορά στο θέμα της, Ημερίδας.

Ως Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, βλέπω στο πρόσωπο κάθε εκπαιδευτικού ένα συνεργάτη στην προσπάθεια που, θεσμικά, έχω αναλάβει, για την προώθηση και ουσιαστική εμπέδωση των δικαιωμάτων του παιδιού και γενικότερα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Ιδιαίτερα σημαντικό, στην προσπάθειά μου αυτή, θεωρώ το πολυεπίπεδο έργο που ο Σύμβουλος Καθηγητής καλείται να επιτελέσει τόσο σε ότι αφορά στην ατομική στήριξη και ενδυνάμωση των παιδιών όσο και στην εμπέδωση ενός παιδοκεντρικού κλίματος στο σχολικό πλαίσιο.

Έχω την ισχυρή άποψη ότι η συνεχής στήριξη των εκπαιδευτικών προκειμένου να μπορέσουν να επιτελέσουν το έργο τους με επιτυχία, αποτελεί μέγιστη ευθύνη της Πολιτείας. Μια μορφή αυτής της στήριξης είναι και η διαρκής επιμόρφωσή τους. Η συνεχής επιμόρφωση, δίνει στους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα να ανανεώνουν και να ενισχύσουν τις γνώσεις τους και, ταυτόχρονα, να εμπλουτίζουν και να εκσυγχρονίζουν τις παιδαγωγικές τους πρακτικές. Επιπρόσθετα, με την επιμόρφωση οι εκπαιδευτικοί ενδυναμώνονται ώστε να είναι σε θέση να απαντούν αποτελεσματικά στην επιτακτική, γι' αυτούς και το έργο που επιτελούν, ανάγκη προσαρμογής, σε μια δυναμική κοινωνική πραγματικότητα, η οποία αγκαλιάζει και επηρεάζει, ούτως ή άλλως, τα παιδιά με τα οποία καθημερινά συναναστρέφονται.

Η μετανάστευση, ως κοινωνικό φαινόμενο, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της δυναμικής που χαρακτηρίζει και την κυπριακή πραγματικότητα. Αυτό εξάλλου, αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των δημόσιων σχολείων. Είναι για αυτό, ακριβώς το λόγο, που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική και επίκαιρη μια Ημερίδα, όπως είναι η σημερινή, η οποία εστιάζει στην ομαλή ένταξη, προσαρμογή και επαγγελματική αγωγή των αλλόγλωσσων μαθητών.

Στην αρχή της εισήγησης που ακολουθεί κάνω σύντομη αναφορά στη θέση του παιδιού μετανάστη στο πολυσύνθετο του κοινωνικού φαινομένου της διεθνούς μετανάστευσης. Ακολουθεί συζήτηση των δυσκολιών που δημιουργεί η απουσία μιας παιδοκεντρικής προοπτικής από διεθνή κείμενα, τα οποία αναφέρονται έμμεσα ή άμεσα στα δικαιώματα των μεταναστών.

Στη συνέχεια αναφέρομαι στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το πλέον περιεκτικό κείμενο προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, εστιάζοντας στην Αρχή της Μη Διάκρισης, την οποία θεωρώ ουσιαστικής σημασίας στο πλαίσιο της συζήτησης που αναπτύσσεται εδώ. Έπειτα, αναφέρομαι, εν συντομία, στις πρόνοιες της Σύμβασης που αφορούν ειδικά τα ασυνόδευτα παιδιά και, καθόλου εξαντλητικά, σε ορισμένα από τα δικαιώματα, με ιδιαίτερη σημασία για τα παιδιά-μετανάστες.

Η παρουσίασή μου κλείνει με μια ειδική αναφορά στο δικαίωμα των παιδιών στην Εκπαίδευση και τον ρόλο που η τελευταία διαδραματίζει στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στην κυπριακή κοινωνία να εντάξει ουσιαστικά και ομαλά τους μετανάστες και ειδικότερα τα παιδιά.

Α. Μετανάστευση και Παιδιά

Α.1. Το Πολυσύνθετο της Μετανάστευσης

Σύμφωνα με στοιχεία του τμήματος Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών http://esa.un.org/migration/p2k0data.asp, 200 και πλέον εκατομμύρια άνθρωποι, το 3.1 % δηλαδή του παγκόσμιου πληθυσμού, ζουν σήμερα εκτός της χώρας καταγωγής τους. Φυσικά, όταν μιλάμε για μετανάστευση και δη διεθνή μετανάστευση, αναφερόμαστε σε ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που καλύπτει τις μετακινήσεις πληθυσμών από μια χώρα σε άλλη κάτω από πολλές διαφορετικές συνθήκες και για ποικίλους λόγους. Για πολλούς ανθρώπους η μετανάστευση δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια ακόμη ευκαιρία επαγγελματικής, οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης. Αφορά μετακίνηση από ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον σε ένα εξίσου ευνοϊκό αν όχι ευνοϊκότερο περιβάλλον.

Για πολλούς άλλους, ωστόσο, η μετανάστευση φαντάζει ως η μόνη ελπίδα που έχουν για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Για άλλους δε, είναι στην κυριολεξία ζήτημα ζωής ή θανάτου καθώς π.χ. στη χώρα καταγωγής τους, απειλούνται είτε εξαιτίας μιας εμφύλιας σύγκρουσης, είτε εξαιτίας των πολιτικών τους απόψεων, του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της ιθαγένειας ή της ιδιότητάς τους ως μέλος συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Μην ξεχνούμε τέλος, όσες κι όσους βίαια εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν ως θύματα του αποτρόπαιου εγκλήματος της εμπορίας και εκμετάλλευσης ανθρώπων.

Α.2 Παιδιά - Μετανάστες

Η μετανάστευση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που επηρεάζει και αφορά άμεσα και τα παιδιά. Από τη μια, ένας σημαντικός αριθμός παιδιών χωρίζουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από ένα ή και τους δύο γονείς, οι οποίοι είτε επιλέγουν είτε υποχρεώνονται για διάφορους λόγους, να μεταναστεύσουν. Από την άλλη, ένας μεγάλος αριθμός παιδιών, γίνονται και τα ίδια μετανάστες ακολουθώντας τους γονείς τους κατά τη μετακίνησή τους από μια χώρα σε άλλη. Σε αυτά τα παιδιά θα πρέπει να προσθέσουμε το μεγάλο αριθμό των ασυνόδευτων ανήλικων μεταναστών και, μια ακόμη πιο τραγική ομάδα παιδιών, τα παιδιά που πέφτουν θύματα της εμπορίας ανθρώπων, και τα οποία καταλήγουν σε χώρους όπου τα εκμεταλλεύονται σεξουαλικά, οικονομικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

Β. Διεθνή Κείμενα Προστασίας Δικαιωμάτων των Μεταναστών και παιδιά

Β.1. Διεθνή Κείμενα για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Μεταναστών

Αρκετά διεθνή νομικά κείμενα, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα δικαιώματα των μεταναστών αντιμετωπίζουν τη μετανάστευση ως ένα φαινόμενο που αφορά πρωτίστως και κυρίως τους ενηλίκους Jacqueline Bhaba (2007), UN "Vide Juridique"? Migrant Children: The rights and wrongs, in C. Bellamy and J. Zermatten, Realizing the Rights of the Child, Berne: rüffer & rub. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Πρωτόκολλου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, του Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα και του Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνουν σειρά ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς όμως ιδιαίτερη αναφορά στα παιδιά.

Όσον αφορά ειδικότερα τους μετανάστες, η διεθνής κοινότητα, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερα ευάλωτη θέση τους, υιοθέτησε τη Σύμβαση για το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων και τη Διεθνή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Μεταναστών Εργατών και των Μελών των Οικογενειών τους, η δεύτερη εκ των οποίων δεν έχει ακόμα υπογραφεί και κυρωθεί από τη Δημοκρατία.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ισχύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Νομικό Καθεστώς των Μεταναστών Εργαζομένων.

Τα διεθνή αυτά κείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων δέχονται, δικαίως, κριτική για το γεγονός ότι στερούνται παιδοκεντρικής προοπτικής. Στα κείμενα αυτά, τα δικαιώματα των παιδιών μεταναστών κατοχυρώνονται μεν διότι αυτά αφορούν και προστατεύουν οποιοδήποτε πρόσωπο, περιλαμβανομένων των παιδιών, αλλά η οποιαδήποτε ειδική αναφορά σε παιδιά γίνεται κυρίως μέσα από την ιδιότητα τους ως μελών των οικογενειών μεταναστών και όχι ως αυτόνομων προσωπικοτήτων.

Αυτό, οδηγεί, συνήθως, και στην απουσία παιδοκεντρικής προσέγγισης κατά την εφαρμογή των διεθνών αυτών συμβάσεων σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, περιλαμβάνουν ειδικές διατάξεις για την οικογενειακή επανένωση, ως δικαίωμα των μεταναστών ή προσφύγων αλλά όχι με ιδιαίτερη αναφορά στο δικαίωμα των παιδιών να απολαμβάνουν οικογενειακή ενότητα και να ζουν με τους γονείς τους. Παράλληλα, όμως, προβλέπουν δικαιώματα των παιδιών των μεταναστών αναφορικά με την πρόσβαση σε διάφορα αγαθά, περιλαμβανομένης της πρόσβασης στην εκπαίδευση.

Η απουσία παιδοκεντρικής προσέγγισης από τα διεθνή αυτά κείμενα διαχέεται γενικότερα και στους διοικητικούς ελέγχους της διοίκησης η οποία πολύ συχνά ενεργεί και οδηγεί με τις πράξεις της σε καταστάσεις όπου το ευάλωτο των παιδιών παραγνωρίζεται παντελώς είτε αυτά ταξιδεύουν μόνα τους (ασυνόδευτοι ανήλικοι, πρόσφυγες ή/και αιτητές ασύλου) είτε και με τους γονείς τους.

Γ. Η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού

Γ.1. Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού ως οδηγός παιδοκεντρικών προσεγγίσεων θεμάτων μετανάστευσης

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται ένα ιδιαίτερα ζωηρό ενδιαφέρον σχετικά με την κατάσταση των παιδιών μεταναστών, που προέρχεται τόσο από διεθνείς οργανισμούς ή/και θεσμούς όπως είναι η Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης όσο και από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Η ερμηνεία των διεθνών κειμένων, είτε από Δικαστήρια, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είτε από σώματα που έχουν ως αρμοδιότητα την επίβλεψη των κρατών αναφορικά με τη συμμόρφωση με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις, αναπτύσσεται ανάλογα και με τις πραγματικότητες στο σύγχρονο κόσμο. Έτσι, αναδεικνύεται όλο και περισσότερο, και στο επίπεδο αυτό, η ανάγκη προστασίας των παιδιών μεταναστών, προσφύγων ή θυμάτων εμπορίας και εκμετάλλευσης.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει σε πολλές αποφάσεις του ασχοληθεί με υποθέσεις παιδιών ως φορέων δικαιωμάτων, ενώ έχουν αναπτυχθεί πολλά κείμενα που παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο εφαρμογής των διεθνών αυτών συμβάσεων. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών της που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουν μεταφραστεί σε συγκεκριμένες, νομικά δεσμευτικές, υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα η μεταχείριση των παιδιών αιτητών ασύλου ή των ασυνόδευτων ανηλίκων που αιτούνται άσυλο ή που είναι θύματα εμπορίας και εκμετάλλευσης. Τα παιδιά αυτά, μέσα από Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζονται ρητά ως φορείς δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα και πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στην κοινωνική προστασία και σε εξασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης γενικότερα.

Αφετηριακό σημείο αυτών των προσεγγίσεων αποτελεί η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το ισχυρότερο και πλέον περιεκτικό εργαλείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων το οποίο διαθέτει η ανθρωπότητα σήμερα για την προώθηση των δικαιωμάτων των παιδιών γενικότερα και των παιδιών μεταναστών ειδικότερα.

Γ.2. Το παιδί ως υποκείμενο δικαιωμάτων

Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καθορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Πολιτεία δεσμεύεται να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου, να δημιουργήσει τις ευκαιρίες και τη δυνατότητα σε όλα τα παιδιά να απολαύσουν τα δικαιώματά τους. Η Σύμβαση υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989 και κατέστη μέρος του διεθνούς δικαίου το 1990.

Η υιοθέτηση της Σύμβασης αποτελεί, για πολλούς λόγους, την απαρχή μιας νέας εποχής. Αναγνωρίζει το παιδί όχι απλά ως ενήλικα εν τω γίγνεσθαι, αλλά ως μια πλήρη και διακριτή προσωπικότητα, με εγγενή αξιοπρέπεια και δικαιώματα. Η Σύμβαση θέτει στο επίκεντρο το παιδί, αφενός δε, καθορίζει ότι όλες οι ενέργειες πρέπει να λαμβάνονται προς το συμφέρον του αφετέρου, αναγνωρίζει στο παιδί το δικαίωμα να εκφέρει άποψη και αυτή να λαμβάνεται υπόψη.

Κάτω από τη Σύμβαση, τα δικαιώματα του παιδιού δε συνιστούν πλέον επιλογή αλλά δημιουργούν υποχρεώσεις και ευθύνες που όλοι μας οφείλουμε να προασπίζουμε, να τιμούμε και να σεβόμαστε.

Γ.3. Οι Βασικές Αρχές της Σύμβασης

Στη Σύμβαση δεν υπάρχει ιεράρχηση των δικαιωμάτων αλλά όλα θεωρούνται σημαντικά και απαραίτητα για την πλήρη ανάπτυξη του παιδιού. Η Σύμβαση υποδεικνύει ότι κάθε παιδί είναι εξίσου σημαντικό. Λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα κάθε παιδιού: ακόμη και του παιδιού που δεν το έχει αγγίξει η κοινωνική και τεχνολογική πρόοδος, του ευάλωτου παιδιού και του παιδιού στο περιθώριο. Ταυτόχρονα, η Σύμβαση αναγνωρίζει την κρατική υποχρέωση για την πλήρη εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού. Δεσμεύει το κράτος να υιοθετήσει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προώθηση και προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού, τα οποία επιβάλλεται να είναι στο κέντρο της εθνικής πολιτικής διάταξης.

Η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το όργανο των Ηνωμένων Εθνών που είναι επιφορτισμένο με την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης σε κάθε κράτος μέλος, θέλοντας ακριβώς να υπογραμμίσει τον ενοποιητικό χαρακτήρα που διέπει τη Σύμβαση έχει καθορίσει 4 βασικές αρχές (που αντλούνται από τις πρόνοιες των Άρθρων 2, 3, 6 και 12) που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως καθοδηγητικές για την εφαρμογή όλων των υπολοίπων Άρθρων της Σύμβασης ξεχωριστά. Αυτές είναι:

  • Η Αρχή του Δικαιώματος στη Ζωή, στην Επιβίωση και στην Ανάπτυξη: Το δικαίωμα του παιδιού στη ζωή και την ανάπτυξη είναι ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματά του. Τα Συμβαλλόμενα κράτη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν το εγγενές δικαίωμα του παιδιού στη ζωή.
  • Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού: Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κάθε ενέργεια που λαμβάνεται με σημείο αναφοράς το παιδί (ή κάποια ομάδα παιδιών) θα πρέπει να λαμβάνει πρώτα και πάνω από όλα υπόψη το συμφέρον του ίδιου του παιδιού (ή της ομάδας των παιδιών).
  • Η Αρχή της Συμμετοχής: Με βάση την αρχή αυτή, κάθε παιδί έχει δικαίωμα να λαμβάνει πληροφόρηση σχετικά με ότι το αφορά αλλά και να του παρέχονται όλες εκείνες οι ευκαιρίες που θα του επιτρέψουν να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις σε σχέση με τα θέματα αυτά. Το παιδί θα πρέπει να έχει την ευκαιρία όχι μόνο να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του αλλά αυτές να ακούγονται και να λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό της ωριμότητάς του, στα πλαίσια των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων.
  • Αρχή της Μη Διάκρισης σύμφωνα με την οποία, κάθε παιδί έχει δικαίωμα να απολαμβάνει χωρίς καμιά διάκριση όλα τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση και τα Κράτη έχουν υποχρέωσή τους να εξασφαλίζουν ότι όλα τα παιδιά που βρίσκονται στην επικράτειά τους έχουν τη δυνατότητα να τα απολαύσουν.

Γ.4. Η Αρχή της Μη Διάκρισης ως καθοδηγητική της εφαρμογής των δικαιωμάτων των παιδιών μεταναστών

Γίνεται αντιληπτό ότι, στη βάση της Αρχής της Μη Διάκρισης, το Κράτος έχει νομική υποχρέωση να διασφαλίζει σε όλα τα παιδιά, που βρίσκονται στην επικράτειά του, περιλαμβανομένων των παιδιών μεταναστών το σύνολο των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στη ΣΔΠ. Πιο συγκεκριμένα η ΣΔΠ προνοεί σχετικά:

«1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση στη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του παιδιού ή των γονέων του ή των νόμιμων κηδεμόνων του ή την κρατική, εθνική, ή κοινωνική καταγωγή τους, την περιουσιακή τους κατάστασης, την ανικανότητά τους, τη γέννησή τους ή οποιασδήποτε άλλη κατάσταση..

2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του παιδιού έναντι όλων των μορφών διάκρισης ή τιμωρίας, με βάση την υπόσταση, τις δραστηριότητες, τις εκφρασμένες απόψεις ή τις πεποιθήσεις των γονέων του, των νόμιμων κηδεμόνων του ή των μελών της οικογένειάς του.» (άρθρο 2)

Οι πιο πάνω διατάξεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές για δύο λόγους. Πρώτον επειδή απαγορεύουν κάθε μορφή διάκρισης αφού ο κατάλογος των λόγων διάκρισης είναι ανοικτός και όχι κλειστός. Και δεύτερο, απαγορεύονται οι διακρίσεις εναντίον των παιδιών για λόγους που έχουν να κάνουν επίσης με τους γονείς ή νόμιμους κηδεμόνες τους, αναγνωρίζοντας έτσι την ιδιαίτερη θέση στην οποία βρίσκονται τα παιδιά.

Οι διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έχει κυρώσει η Δημοκρατία, και το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση εναντίον οποιουδήποτε προσώπου και για οποιοδήποτε λόγο αναφορικά με δικαίωμα που προβλέπεται σε νόμο, παρέχουν ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο προστασίας των παιδιών από οποιουδήποτε είδους διάκριση.

Περαιτέρω, σημειώνω ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα εφαρμόζονται σε σχέση με κάθε πρόσωπο, άρα και στους μετανάστες και στις περισσότερες περιπτώσεις ανεξάρτητα από τη νομιμότητα ή μη της παραμονής των μεταναστών σε μια χώρα. Πολύ λίγα είναι τα δικαιώματα που διαχωρίζουν τους ανθρώπους ανάλογα με τη νομιμότητα ή μη της παραμονής τους σε μια χώρα. Η αντίληψη επομένως που ευρέως επικρατεί ότι οι μετανάστες που βρίσκονται σε μια χώρα χωρίς τα απαιτούμενα έγγραφα (μετανάστες χωρίς χαρτιά) δεν έχουν ανθρώπινα δικαιώματα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και στις νομικές δεσμεύσεις που απορρέουν από τα διεθνή αυτά κείμενα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε σχέση με τα παιδιά.

Γ.5. Δικαιώματα αποκλειστικής σημασίας για τα παιδιά μετανάστες

Η ΣΔΠ είναι το πρώτο εργαλείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων το οποίο δίνει έμφαση στην ανάγκη προστασίας όχι μόνο των παιδιών που θεωρούνται πρόσφυγες, αλλά και όσων παιδιών επιζητούν να αποκτήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα, είτε συνοδεύονται είτε όχι από τους γονείς τους (άρθρο 22).

Περαιτέρω, η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στο Γενικό της Σχόλιο Υπ. Αριθμό 6 έχει ετοιμάσει οδηγίες που αφορούν το χειρισμό ασυνόδευτων ανηλίκων που βρίσκονται εκτός της χώρας καταγωγής τους. Η Σύμβαση αναγνωρίζει τα ασυνόδευτα παιδιά, είτε αυτά αιτούνται άσυλο είτε όχι, ως μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα παιδιών για την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να λαμβάνουν ειδικά μέτρα έτσι ώστε τα παιδιά αυτά να έχουν πρόσβαση σε όλα τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ίδια τη Σύμβαση. Η Επιτροπή έχει καταστήσει σαφές ότι τα ασυνόδευτα παιδιά τα οποία αναζητούν προστασία ως πρόσφυγες (αιτητές ασύλου), θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ικανή νομική αντιπροσώπευση, προστασία και καθοδήγηση, προκειμένου να μπορέσουν να στηρίξουν αποτελεσματικά τις αιτήσεις τους για άσυλο, σύμφωνα και με το διεθνές δίκαιο. Σημειώνω εδώ ότι, με πρόσφατη τροποποίηση του περί Προσφύγων Νόμου, έχει ανατεθεί στο θεσμό του Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, η ευθύνη της νομικής εκπροσώπησης των ασυνόδευτων παιδιών που αιτούνται άσυλο στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Γ. 6. Δικαιώματα με ιε ιδιαίτερη σημασία για τα παιδιά μετανάστες

Στη βάση της Αρχής της Μη Διάκρισης, το Κράτος έχει τη νομική υποχρέωση να διασφαλίζει, σε κάθε παιδί – μετανάστη, που διαβιεί στην επικράτειά του το πλήρες φάσμα των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως αυτά διασφαλίζονται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα, έχουν ιδιαίτερη σημασία για το σύνολο των παιδιών – μεταναστών, λόγω ακριβώς των συνθηκών που αυτά αντιμετωπίζουν. Ενδεικτικά, σημειώνω τα πιο κάτω-

Γ.6.1. Δικαίωμα Εγγραφής και απόκτησης ονόματος

Το άρθρο 7 (1) διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε παιδιού να εγγράφεται, αμέσως μετά τη γέννησή του, στο ληξιαρχείο και να έχει από εκείνη τη στιγμή το δικαίωμα ονόματος, το δικαίωμα να αποκτήσει ιθαγένεια και, στο μέτρο του δυνατού, το δικαίωμα να γνωρίζει τους γονείς του και να ανατραφεί από αυτούς. Η εφαρμογή του δικαιώματος, πέραν των άλλων, αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στο ενδεχόμενο το παιδί, και ιδιαίτερα, το παιδί μετανάστης, να αφεθεί εκτεθειμένο στους κινδύνους απαγωγής, εμπορίας ή/και παράνομης υιοθεσίας. Πρόσφατα, μετά από σχετικό παράπονο που μου έχει γίνει, έχω εντοπίσει στις σχετικές διαδικασίες που ακολουθούνται στην Κύπρο κενά, τα οποία επιτρέπουν ώστε παιδί που γεννήθηκε στην Κύπρο, από μητέρα μετανάστη, να μην εγγράφεται στο ληξιαρχείο. Έχω ήδη προχωρήσει σε παρέμβαση προς τον αρμόδιο Υπουργό, επισημαίνοντας του την ανάγκη για τροποποίηση των διαδικασιών αυτών.

Γ.6.2. Δικαίωμα στην ατομική και κοινωνική/ πολιτισμική ταυτότητα

Η έμφαση που αποδίδει η Σύμβαση στην υποχρέωση του Κράτους να σέβεται και να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε παιδιού να διατηρεί τόσο την ατομική όσο και την κοινωνική/πολιτισμική του ταυτότητα έχει επίσης βαρύνουσα σημασία για την κατάσταση του παιδιού μετανάστη το οποίο μεγαλώνει σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον ξένο προς το δικό του. Σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να διαφυλάττει την ταυτότητά του, συμπεριλαμβανομένης της ιθαγένειας του και του ονόματός του. Περαιτέρω, το άρθρο 14 δεσμεύει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να σέβονται, αφενός, το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας και, αφετέρου, το δικαίωμα και το καθήκον των γονέων να καθοδηγούν στην άσκηση του ως άνω δικαιώματος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του. Τέλος, το άρθρο 30 διασφαλίζει το δικαίωμα του παιδιού να έχει τη δική του πολιτιστική ζωή, να πρεσβεύει και να ασκεί τη δική του θρησκεία ή να χρησιμοποιεί τη δική του γλώσσα από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας του (Άρθρο 30).

Πολύ πρόσφατα έχει έρθει στην επικαιρότητα το θέμα της μαντίλας την οποία ορισμένα κορίτσια μουσουλμανικού θρησκεύματος φοράνε και στα κυπριακά σχολεία. Σε δημόσιες μου δηλώσεις υποστήριξα ότι το συγκεκριμένο θέμα σχετίζεται άμεσα με το δικαίωμα των παιδιών να εκδηλώνουν τη θρησκευτικότητά τους ελεύθερα, αλλά και να υιοθετούν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις πολιτισμικές παραδόσεις των γονέων τους. Παράλληλα, τόνισα ότι, η εν εξελίξει εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι μια άριστη ευκαιρία ώστε να ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος, μακριά από μονομέρειες και εμμονές, σχετικά με το χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών και γενικότερα το θρησκευτικό χαρακτήρα του δημόσιου σχολείου και πώς μέσα από αυτό διασφαλίζεται ότι κανένα παιδί, ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά του πιστεύω, δε θα στιγματίζεται και δε θα υφίσταται οποιασδήποτε μορφής καταναγκασμό ή συμβολικό εκφοβισμό στο σχολικό περιβάλλον.

Γ.6.3. Δικαίωμα διασφάλισης ενός ποιοτικού επιπέδου ζωής

Το δικαίωμα κάθε παιδιού να απολαμβάνει, με τη συνδρομή και υποστήριξη του κράτους προς το ίδιο και τους γονείς του, ενός επιπέδου ζωής που να είναι κατάλληλο για τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του (άρθρο 27), όπως και το δικαίωμα να απολαμβάνει το ψηλότερο δυνατό επίπεδο υγείας και να τυγχάνει των διευκολύνσεων ιατρικής περίθαλψης και αποκατάστασης της υγείας του (άρθρο 24), αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τα παιδιά μετανάστες λαμβανομένου υπόψη ότι οι γονείς τους, συχνά, αντιμετωπίζουν το φάσμα των διακρίσεων, του κοινωνικού αποκλεισμού και της οικονομικής εξαθλίωσης.

Γ.6.4. Δικαίωμα στην Εκπαίδευση

Επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω ότι η Πολιτεία έχει νομική υποχρέωση η οποία απορρέει από τη συμμετοχή της στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, να προασπίζεται τα δικαιώματα όλων των παιδιών στην επικράτειά της, ανεξάρτητα από το καθεστώς με το οποίο βρίσκονται σε αυτή. Έχω αναφερθεί, όχι εξαντλητικά, σε ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα, η διασφάλιση των οποίων έχει ιδιαίτερη σημασία για τα παιδιά μετανάστες. Θα κλείσω την εισήγησή μου κάνοντας εκτενή αναφορά στο δικαίωμα στην εκπαίδευση.

Η ΣΔΠ αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε παιδιού και κατ’ επέκταση και του παιδιού μετανάστη στην Εκπαίδευση (άρθρο 28). Το δικαίωμα, ωστόσο, στην εκπαίδευση δεν εξαντλείται στη διασφάλιση της πρόσβασης σε σχολείο. Αφορά το περιεχόμενο που αυτή έχει και τις διαδικασίες από τις οποίες διέπεται. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στο Γενικό της Σχόλιο Υπ. Αρ. 1 The Aims of Education :.17/04/2001.CRC/GC/2001/1.(General Comments):
http://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/comments.htm υπογραμμίζει: «Κάθε παιδί έχει δικαίωμα σε μια εκπαίδευση η οποία να είναι σχεδιασμένη κατά τέτοιον τρόπο ώστε, να του παρέχει δεξιότητες ζωής, να ενισχύει την ικανότητά του να απολαμβάνει το πλήρες εύρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να προωθεί μια κουλτούρα εμποτισμένη με τις σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα αξίες». Σύμφωνα πάντα με την Επιτροπή, η προώθηση της δυνατότητας των παιδιών να απολαύσουν πλήρως τα δικαιώματά τους, θα πρέπει να ενισχύεται από αξίες ενσωματωμένες στις εκπαιδευτικές διαδικασίες.


Στη ΣΔΠ, υπογραμμίζεται ο ρόλος της εκπαίδευσης στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας ανοιχτής στη διαφορετικότητα και δεσμευμένης στο σεβασμό και την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.



Πιο συγκεκριμένα, προνοείται:

«Τα Συμβαλλόμενα Κράτη συμφωνούν ότι η εκπαίδευση του παιδιού πρέπει να αποσκοπεί:

    α. Στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και την ανάπτυξη των χαρισμάτων του και των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση.
    β. Στην ανάπτυξη του σεβασμού για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και για τις αρχές που καθιερώνονται στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
    γ. Στην ανάπτυξη του σεβασμού για τους γονείς του, την ταυτότητά του τη γλώσσα του και τις πολιτιστικές του αξίες, καθώς και του σεβασμού του για τις εθνικές αξίες της χώρας στην οποία ζει, της χώρας από την οποία μπορεί να κατάγεται και για τους πολιτισμούς που διαφέρουν από το δικό του.
    δ. Στην προετοιμασία του παιδιού για μια υπεύθυνη ζωή σε μία ελεύθερη κοινωνία μέσα σε πνεύμα κατανόησης, ειρήνης ανοχής ισότητας των φύλων και φιλίας ανάμεσα σε όλους τους λαούς και τις εθνικές, κρατικές, και θρησκευτικές ομάδες και στα πρόσωπα αυτόχθονης καταγωγής …» (άρθρο 29)

Γίνεται αντιληπτό ότι, το σχολείο που λειτουργεί με σεβασμό στα δικαιώματα των παιδιών και προωθεί τις αρχές και τις αξίες πάνω στις οποίες αυτά βασίζονται, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχολείο ανοιχτό στη διαφορετικότητα. Ένα σχολείο όπου η ετερότητα γίνεται αντιληπτή ως πηγή πλούτου κι όχι ως έλλειμμα και μειονεξία. Ένα σχολείο στο οποίο το παιδί μετανάστης νιώθει εξίσου άνετα με το συμμαθητή του που δεν είναι μετανάστης.

Κυρίες και κύριοι,

Η ενσωμάτωση των μεταναστών και ιδιαίτερα των παιδιών – μεταναστών στην κυπριακή κοινωνία είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει σήμερα ενώπιον της η Κυπριακή Πολιτεία. Η ανάπτυξη ενός σχολείου με σαφή διαπολιτισμική διάσταση αποτελεί, ουσιαστική προϋπόθεση προκειμένου η Κυπριακή Πολιτεία να μπορέσει να ανταποκριθεί στην ως άνω πρόκληση.

Σε ένα τέτοιο σχολείο ελπίζω να οδηγήσει η εν εξελίξει εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Ένα σχολείο πολυπολιτισμικό, με απόλυτο σεβασμό στο δικό μας πολιτισμό, ταυτότητα και παράδοση μακριά από μονοπολιτισμικές εμμονές και αξιολογικές πολιτισμικές ιεραρχήσεις, με σεβασμό στην πολιτισμική πολυμορφία και επικεντρωμένο στις διαπολιτισμικές ανταλλαγές. Που στρέφει την προσοχή του στον ξένο, όχι απλά για να τον εντάξει στη δική μας πραγματικότητα, διδάσκοντας του τη γλώσσα και τις συνήθειες του τόπου μας, αλλά και για να συνομιλήσει μαζί του, να τον γνωρίσει, να τον κατανοήσει και γιατί όχι, να αντλήσει μέσα από το πολιτισμικό πλούτο που κουβαλά μαζί του. Ένα σχολείο, τέλος, το οποίο καταγγέλλει με θάρρος και παρρησία το ρατσισμό και τις διακρίσεις, αποκαλύπτοντας την κοινωνική τους προέλευση, χωρίς να κρύβεται πίσω από το πρόσχημα είτε της ατομικής προκατάληψης και άγνοιας είτε της παραβατικής συμπεριφοράς.








Κατεβάστε το αρχείο Acrobat ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ.pdf


Πίσω στην προηγούμενη σελίδα





Back To Top