Θέση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού σε σχέση τη μαθητική στολή και την ευπρεπή εμφάνιση των μαθητών
Ως Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού εκφράζω την πλήρη ικανοποίησή μου για το ότι, μετά από πρωτοβουλία της Παγκύπριας Συντονιστικής Επιτροπής Μαθητών (ΠΣΕΜ), άνοιξε δημόσιος διάλογος για το θέμα της μαθητικής στολής και της ευπρεπούς εμφάνισης των μαθητών, με την εμπλοκή των οργανωμένων γονιών και των εκπαιδευτικών οργανώσεων. Με αυτή τη δημόσια θέση επιθυμώ να συμβάλω και εγώ στο διάλογο.
Στα πλαίσια συναντήσεων που έχω, με διάφορες ευκαιρίες, με παιδιά ή/ και εκπροσώπους οργανωμένων συνόλων παιδιών, όπως η ΠΣΕΜ και Κεντρικά Μαθητικά Συμβούλια, καθώς και μέσα από παράπονα που έχω κατά καιρούς δεχτεί από παιδιά ή/ και γονείς παιδιών, διαπιστώνω ότι, το θέμα της εμφάνισης των μαθητών εν γένει και, ειδικότερα, θέματα που σχετίζονται με τη στολή και την ευπρεπή εμφάνισή, καθώς και ο πειθαρχικός έλεγχος που ασκείται από τη Διεύθυνση του σχολείου σε σχέση με αυτά, απασχολεί και προβληματίζει ευρύτερα τους μαθητές, συνιστώντας ενίοτε, σημείο τριβής στις σχέσεις τους με τη Διεύθυνση και τους εκπαιδευτικούς του σχολείου.
Συχνά υπάρχει διαφορετική αντίληψη μεταξύ, από τη μια της Διεύθυνσης και των εκπαιδευτικών και, από την άλλη, των μαθητών και των μαθητριών του σχολείου, ως προς τα όρια του τι επιτρέπεται σε σχέση με τη στολή και, γενικότερα, ως προς την προσέγγιση της έννοιας «ευπρεπής εμφάνιση». Διαφορετική αντίληψη φαίνεται να υπάρχει και μεταξύ σχολείων, δηλαδή, μεταξύ διαφορετικών Διευθύνσεων σχολείων, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ανομοιομορφία ως προς το τι κρίνεται ως «ευπρεπής εμφάνιση» για τα παιδιά. Το θέμα της αθλητικής φόρμας φαίνεται ότι έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθότι σαφώς αντιμετωπίζεται διαφορετικά από σχολείο σε σχολείο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μαθητές χρησιμοποιώντας την εξωτερική τους εμφάνιση ως μέσο έκφρασης, ξεπερνούν τα όρια που έχουν τεθεί σε επίπεδο σχολικής μονάδας, παραβιάζοντας σχετικούς εσωτερικούς κανονισμούς που αφορούν, π.χ. την απόχρωση του παντελονιού, το μήκος ή και το χρώμα των μαλλιών τους, τη μορφή της κόμμωσής τους, κλπ. Τα παιδιά δυσκολεύονται, όχι μόνο να εφαρμόσουν τους σχετικούς κανονισμούς αλλά, και να τους κατανοήσουν προβαίνοντας, συχνά σε κατ’ εξακολούθηση παραβίασή τους. Τούτο, μερικώς, οφείλεται και στην ασάφεια που προκύπτει από τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και τη συνεπαγόμενη διαφορετική ερμηνεία που δίνεται σε αυτές από σχολείο σε σχολείο, καθώς και στο γεγονός ότι κάποια σχολεία έχουν διαμορφώσει εσωτερικούς κανονισμούς, με ή χωρίς τη συμμετοχή των μαθητών, και κάποια όχι. Από την άλλη, το σχολείο, συχνά, αντιλαμβάνεται αυτού του είδους τις επιλογές των παιδιών μάλλον ως έκφραση παραβατικής συμπεριφοράς. Με τον τρόπο αυτό, αποτυγχάνει να τις εκλάβει ως μέσο διεκδίκησης του δικαιώματος τους να εκφραστούν ελεύθερα και τις θεωρεί ως «αρνητική στάση προς το σχολείο» ή, ακόμη, ως άρνησή των παιδιών «να συμμορφωθούν με τους κανονισμούς του σχολείου».
Έχω, κατ’ επανάληψη, υπογραμμίσει το αναφαίρετο δικαίωμα του παιδιού να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων για θέματα που το αφορούν και όχι τυχαία, γιατί το συγκεκριμένο δικαίωμα αποτελεί το θεμέλιο λίθο της νέας αντίληψης της παιδικότητας, την οποία κατοχυρώνει και προωθεί η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η ουσιαστική συμμετοχή των παιδιών στη ζωή της σχολικής κοινότητας ενδυναμώνει τα ίδια τα παιδιά και, παράλληλα, εμβαθύνει τη δημοκρατικότητα του σχολείου. Κατ’ επέκταση, έχει πολλά να προσφέρει στη δημιουργία δημοκρατικών πολιτών, οι οποίοι να έχουν ενεργό συμμετοχή στα κοινά μιας ευνομούμενης Πολιτείας.
Πέραν τούτου, η εμπλοκή της μαθητικής κοινότητας, στα πλαίσια της επιβαλλόμενης συνεργασίας μεταξύ Καθηγητικού Συλλόγου και Κεντρικού Μαθητικού Συμβουλίου, στη συζήτηση και διαμόρφωση– και όχι μόνο στο επίπεδο της επικύρωσης – των εσωτερικών Κανονισμών, οι οποίοι αναμένεται να καλύπτουν και τα θέματα στολής και ευπρεπούς εμφάνισης των μαθητών, συνιστά νομική υποχρέωση, και δικαίωμα των παιδιών, ρητά διατυπωμένη στους περί της Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμούς του 1990 έως 2009. Με ικανοποίηση σημειώνω ότι προς τη συγκεκριμένη, θετική κατ’ εμέ, κατεύθυνση, κινούνται και σχετικές εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, σύμφωνα με τις οποίες η διαμόρφωση των εσωτερικών κανονισμών κάθε σχολείου θα πρέπει να γίνεται μέσα από συναινετικές διαδικασίες με την εμπλοκή όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Σημειώνω, όμως, ότι κάθε σχετική συζήτηση, στο επίπεδο της σχολικής μονάδας, θα πρέπει μεν να διέπεται από γενικές κατευθυντήριες γραμμές που θα εκδίδει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, χωρίς, ωστόσο, αυτές να περιορίζουν την έκταση ή να προκαθορίζουν το αποτέλεσμά της.
Τέλος, υπογραμμίζω ότι κάθε ουσιαστική εμπλοκή των παιδιών μέσω των δημοκρατικά εκλεγμένων αντιπροσώπων τους στη διαμόρφωση, τόσο των γενικών κατευθυντήριων γραμμών όσο και των κανονισμών, στο επίπεδο της σχολικής μονάδας συνιστά, σημαντικό παιδαγωγικό και ταυτόχρονα δημοκρατικό εργαλείο. Η εφαρμογή δημοκρατικών διαδικασιών στην πράξη επιτρέπει στους μαθητές να αναπτύξουν δεξιότητες συμμετοχής και ενεργούς πολιτότητας, να εκτιμήσουν την αξία και την αποστολή που οι εσωτερικοί κανονισμοί έχουν να επιτελέσουν στο σχολικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, να αναπτύξουν αυτοδέσμευση σε ότι αφορά στην τήρηση και την εφαρμογή τους. Αυτό φυσικά ισχύει και για τους κανονισμούς που αφορούν στην στολή και την ευπρεπή εμφάνιση των μαθητών.
Λευκωσία, 9 Μαρτίου 2011
ΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΣΤΟΛΗ.pdf
Πίσω στην προηγούμενη σελίδα