ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για την αφαίρεση των προσωπικών στοιχείων, τόσο των γονέων, όσο και των μαθητών από τα απολυτήρια και τα ενδεικτικά των μαθητών δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης και τα προβλήματα που προκύπτουν»
28/ 06/ 2011,
Ώρα 10.15 – 11. 15
Εισαγωγή:
Το θέμα το οποίο βρίσκεται σήμερα ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας έχει διάφορες διαστάσεις με αποτέλεσμα μια ολοκληρωμένη προσέγγισή του στη βάση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να απαιτεί τη διάρθρωση διαφορετικών προοπτικών. Με δεδομένο ότι στη συνεδρία της Επιτροπής έχουν κληθεί να καταθέσουν τη δική τους θέση τόσο η Επίτροπος Διοικήσεως όσο και η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η δική μου παρέμβαση θα επικεντρωθεί καθαρά στην προοπτική των δικαιωμάτων του παιδιού.
Προτού προχωρήσω αναπτύσσοντας τη δική μου θέση, επισημαίνω τη μη πρόσκληση των οργανωμένων μαθητών και, κατ’ επέκταση, την απουσία τους από την παρούσα συνεδρία. Τονίζω ότι η συμμετοχή των παιδιών, το να αναζητούμε την άποψή τους σε κάθε θέμα που τα αφορά και να τη λαμβάνουμε υπόψη σε συνάρτηση με την ωριμότητα και την ηλικία τους δεν είναι μια τυπική διαδικασία. Είναι ουσιαστική πολιτική πράξη η οποία διευρύνει τα όρια της δημοκρατίας και εμπεδώνει τα δικαιώματα του παιδιού στο πλαίσιο της κυπριακής πολιτείας.
Το Νομοθετικό Πλαίσιο:
2.1. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το πλέον διεθνώς αποδεκτό κείμενο νομικής κατοχύρωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων σήμερα, την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία κύρωσε καθιστώντας τη δεσμευτική στο εσωτερικό της με αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε εθνικού νόμου, παρέχει ένα κοινό ηθικό και νομικό πλαίσιο για το ελάχιστο επίπεδο διασφάλισης των δικαιωμάτων του παιδιού.
2.2. Κάτω από τη Σύμβαση τα Δικαιώματα του Παιδιού δε συνιστούν πλέον επιλογή αλλά δημιουργούν υποχρεώσεις και ευθύνες που όλοι μας οφείλουμε να προασπίζουμε, να τιμούμε και να σεβόμαστε. Η αναγνώριση ότι κάθε παιδί συνιστά μια διακριτή από τους γονείς του, ανθρώπινη ύπαρξη με εγγενή αξιοπρέπεια και δικαιώματα συνιστά το θεμέλιο λίθο της νέας θεώρησης της παιδικότητας την οποία εισάγει η Σύμβαση.
2.3. Σύμφωνα με την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού [Γενικό Σχόλιο Υπ. Αρ. 3, CRC/GC/2003/3 (2003)], η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού και η Αρχή της Μη Διάκρισης συνιστούν δύο από τις τέσσερις βασικές αρχές της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως καθοδηγητικές για την εφαρμογή όλων των υπολοίπων άρθρων της Σύμβασης ξεχωριστά.
2.4. Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού διασφαλίζεται στο άρθρο 3 (1) της Σύμβασης, το οποίο καθορίζει ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής ευημερίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού.
2.5. Η Αρχή της Μη Διάκρισης διασφαλίζεται από το άρθρο 2 (1) της Σύμβασης σύμφωνα με το οποίο «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εξασφαλίζουν σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση στη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του παιδιού ή των γονέων του ή των νόμιμων κηδεμόνων του ή την κρατική, εθνική ή κοινωνική καταγωγή τους, την περιουσιακή τους κατάσταση, την ανικανότητά τους, τη γέννησή τους ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση.
2.6. Το άρθρο 16 της Σύμβασης καθορίζει ότι «1. Κανένα παιδί δεν θα αποτελεί αντικείμενο αυθαίρετων ή παράνομων παρεμβάσεων στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνομων προσβολών της τιμής και της υπόληψής του. 2. Το παιδί δικαιούται να προστατεύεται από το νόμο έναντι τέτοιων – παρεμβάσεων ή προσβολών»
Συμπέρασμα:
3. Βάση των πιο πάνω και δεδομένου ότι:
Α. Τα προσωπικά στοιχεία των μαθητών και των γονέων τους (είτε του ενός είτε και των δύο) στα απολυτήρια Μέσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης δεν εξυπηρετούν οποιαδήποτε πρακτική χρησιμότητα – νοουμένου ότι η αναγραφή, πέραν του ονοματεπωνύμου του μαθητή/τριας, της ημερομηνίας γέννησης, του αριθμού δελτίου ταυτότητας και αριθμού μητρώου εξυπηρετούν την ανάγκη για αναγνώριση της ταυτότητας του παιδιού,
Β. Η συμπερίληψη τέτοιων στοιχείων είναι δυνατόν να δημιουργήσει σε, έστω ελάχιστο αριθμό παιδιών, πρόβλημα δυσμενούς διάκρισης, εκθέτοντας στοιχεία της ταυτότητας ή/ και καταγωγής τους ή της κατάστασης/ σύνθεσης της οικογένειά τους,
θεωρώ ότι η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να ζητήσει όπως στα απολυτήρια και ενδεικτικά των μαθητών/τριών αναγράφονται μόνο το ονοματεπώνυμο του παιδιού, η ημερομηνία γέννησης, ο αριθμός μητρώου και ο αριθμός ταυτότητας, είναι σωστή.