Η ομάδα των ασυνόδευτών ή παιδιών που βρίσκονται μόνα τους εκτός της χώρας καταγωγής τους αποτελεί μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα παιδιών για τα οποία απαιτείται η εφαρμογή νομοθεσιών πολιτικών και πρακτικών οι οποίες να διασφαλίζουν την προαγωγή και προστασία των δικαιωμάτων τους.
Στη σημερινή παρουσία μας θα επικεντρωθούμε στο θέμα της εκπροσώπησης των ασυνόδευτων παιδιών συμβάλλοντας στον εντοπισμό των υποχρεώσεων μας ως κράτος που απορρέουν από συμβάσεις που έχει κυρώσει η κυπριακή δημοκρατία, οδηγιών ή κατευθυντήριων γραμμών και εθνικών νομοθεσιών.
Νομοθετικό Πλαίσιο: ( Υποχρεώσεις του Κράτους σε σχέση με την εκπροσώπηση ασυνόδευτων/παιδιών που βρίσκονται μόνα τους στην Κύπρο)
Η απαίτηση προνοείται στον υφιστάμενο Νόμο άρθρο 10(1) όπου ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, δυνάμει του Νόμου για λογαριασμό και προς το συμφέρον του ανηλίκου.
Περαιτέρω στο Νομοσχέδιο με το άρθρο 10 (1Β) αναφέρεται ότι ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού του Τμήματός του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου κατά την εξέταση της αίτησής του εν λόγω ανηλίκου. Τα προτεινόμενα άρθρα 10(1Γ) 10(1Δ) 10(1Ε) αναφέρονται στη δυνατότητα του εκπροσώπου να ενημερώνει τον ανήλικο και όλα όσα αφορούν την προσωπική συνέντευξη καθώς και την προετοιμασία του και στη δυνατότητα που του παρέχεται να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη.
Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (την οποία η κυπριακή Δημοκρατία έχει κυρώσει με το Νόμο 243/1990:
Άρθρο 22: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου ένα παιδί, το οποίο επιζητεί να αποκτήσει το νομικό καθεστώς του πρόσφυγα, είτε αυτό είναι μόνο του είτε συνοδεύεται από τους γονείς του ή από οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο, να τυγχάνει της κατάλληλης προστασίας και ανθρωπιστικής βοήθειας που θα του επιτρέψουν να απολαμβάνει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζουν η Σύμβαση και τα άλλα διεθνή όργανα».
Περαιτέρω κάτω από τη Σύμβαση στο γενικό Σχόλιο της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού αρ 6 (CRC/GC/2005/6) με τίτλο «Μεταχείριση των Ασυνόδευτων και Χωρισμένων από τους Γονείς τους παιδιών εκτός της Χώρας Καταγωγής τους» παράγραφος 33 και 36 ζητά από τα κράτη να εξασφαλίζουν τη σωστή εκπροσώπηση των ασυνόδευτων παιδιών προς το καλύτερο συμφέρον τους. Αυτή η απαίτηση απορρέει από την υποχρέωση να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το καλύτερο συμφέρον των παιδιών σε κάθε πράξη που τα αφορά. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη οφείλουν να διορίζουν επίτροπο ή σύμβουλο (Guardian or Adviser) αμέσως μετά την ταυτοποίηση ενός ασυνόδευτου παιδιού. Ο επίτροπος αυτός θα πρέπει να ενημερώνεται και να παρέχει τις συμβουλές του για όλες τις πράξεις που λαμβάνουν χώρα σε σχέση με το παιδί. Επιπλέον η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ζητά τον έλεγχο της επιτροπείας ενώ διευκρινίζει ότι σε περίπτωση υπαγωγής παιδιού στη διαδικασία ασύλου, πρέπει επιπροσθέτως να προβλέπεται και η νομική εκπροσώπησή του.
Σε σχέση με τον εκπρόσωπο γίνεται αναφορά στο άρθρο 19 της οδηγίας 2003/9/ΕΚ της 27ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη αναφέρεται ότι πρέπει να εξασφαλίζεται η αναγκαία εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανηλίκων από νόμιμο κηδεμόνα ή οσάκις απαιτείται, η εκπροσώπηση τους από οργανισμό υπεύθυνο για την επιμέλεια και την ευημερία ανηλίκων ή οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη εκπροσώπηση.
Ο περί Επιτρόπου Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμος του 2007
Άρθρο 4(1)(η)
Στις αρμοδιότητες της Επιτρόπου περιλαμβάνεται η εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά, όπου τούτο προβλέπεται από νόμο, και σε δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται ως αντιπρόσωπος παιδιού από το δικαστήριο.
Συμπεράσματα - Εισηγήσεις
Με βάση τα πιο πάνω προκύπτουν 2 διαφορετικά θέματα σε σχέση με την εκπροσώπηση των ασυνόδευτων παιδιών:
Αφενός ο Guardian είναι αυτός που έχει ευθύνη να διασφαλίζει τo καλύτερο συμφέρον σε όλες τις διαδικασίες και πράξεις που αφορούν το ασυνόδευτο παιδί, της προστασίας του μέχρι την ενηλικίωση του. Γενικότερα ο guardian έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και εμπειρία για να διασφαλίζει τις κοινωνικές, ψυχολογικές, υλικές, εκπαιδευτικές ανάγκες του παιδιού και να ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ του παιδιού και των εμπλεκομένων υπηρεσιών και ατόμων. Οι υποχρεώσεις αυτές θεωρούμε ότι ορθά έχουν ανατεθεί στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας οι οποίες διαθέτουν την υποδομή αλλά και την εξειδίκευση για να διασφαλίζουν όλα τα προαναφερθέντα.
Αφετέρου όμως προκύπτει η ανάγκη εκπροσώπησης του ασυνόδευτου παιδιού από νομικό εκπρόσωπο ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που τα παιδιά εμπλέκονται σε διαδικασίες ασύλου ή σε οποιεσδήποτε άλλες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες. Οι υπηρεσίες του νομικού συμβούλου πρέπει να παρέχονται δωρεάν στα παιδιά. Ο νομικός σύμβουλος χρειάζεται να είναι άτομο με νομική κατάρτιση και να διαθέτει εξειδικευμένη γνώση σε θέματα που αφορούν τις διαδικασίες ασύλου, σε θέματα εκπροσώπησης παιδιών και να γνωρίζει τις ιδιαίτερες μορφές δίωξης από τις οποίες η ομάδα αυτή των παιδιών υποφέρουν. Θεωρούμε ότι η υποχρέωση αυτή δεν ενδείκνυται να καλυφθεί από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας πρώτον λόγω σύγκρουσης συμφερόντων. Δεν μπορεί άτομο από μία κρατική αρχή να συνοδεύει και να συμβουλεύει τον ανήλικο του οποίου η αίτηση εξετάζεται από άλλη κρατική αρχή. Δεύτερο το άτομο που αναλαμβάνει τη νομική εκπροσώπηση επιβάλλεται να έχει νομική κατάρτιση.
Με βάση όλα τα προαναφερθέντα πρέπει να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του guardian ή συμβούλου και του νομικού εκπροσώπου του ασυνόδευτου παιδιού. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ενδείκνυται εκ της αρμοδιότητάς τους να αναλάβουν το πρώτο μέρος (του guardian) ενώ ο Επίτροπος να αναλάβει τη νομική εκπροσώπηση. Ο περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμος του 2007 προνοεί την ανάληψη από πλευράς του Επιτρόπου των καθηκόντων αυτών. Βεβαίως η πρόνοια στο Νόμο 74(Ι)/2007 είναι ευρεία και καλύπτει και άλλες κατηγορίες παιδιών που βρίσκονται ενώπιον δικαστικών διαδικασιών.
Επισημαίνεται ότι μέχρι και το τέλος του 2009 δεν υπάρχει η δυνατότητα να αναληφθεί η υποχρέωση αυτή από την Επίτροπο αφού το αίτημα της προς το Υπουργείο Οικονομικών για τοποθέτηση στο Γραφείο της ατόμου με νομικά προσόντα δεν ικανοποιήθηκε μέχρι σήμερα. Στους προϋπολογισμούς για το 2010 έχει εγκριθεί κονδύλι για αγορά υπηρεσιών από νομικούς συμβούλους προκειμένου να καταρτιστούν διαδικασίες για την εφαρμογή της πρόνοιας του Νόμου για τη νομική εκπροσώπηση παιδιών. Επιπρόσθετα εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη παρουσίας νομικού στο Γραφείο ο οποίος θα αναλάβει με βάση τις διαδικασίες που θα ρυθμιστούν την εφαρμογή της πρόνοιας, αλλά και την εξειδίκευση και κατάλληλη κατάρτιση των ατόμων που θα αναλάβουν ως νομικοί εκπρόσωποι παιδιών.
Εν κατακλείδι η Επίτροπος θεωρεί ότι ο θεσμικός νόμος 74(Ι)/2007 επιβάλλει την ανάληψη της αρμοδιότητας αυτής από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού και επομένως θα πρέπει να παρασχεθεί η δυνατότητα υλοποίησης της υποχρέωσης αυτής.
Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού
Σημείωμα για τον περί Προσφύγων.doc
Πίσω στην προηγούμενη σελίδα