Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού

Ανεξάρτητος Εθνικός Οργανισμός Δικαιωμάτων του Παιδιού - Κύπρος

Εισήγηση της Επιτρόπου στο 9ο Συνέδριο Δυσλεξίας 18-19 Οκτωβρίου 2008 - FINAL FINAL FINAL.doc
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμβρίου του 1989, σηματοδοτεί μια ιστορική μετατόπιση στη θεώρηση των παιδιών ως ανθρώπινων υπάρξεων με αισθήματα, απόψεις, εμπειρίες, ανάγκες και δικαιώματα κι όχι ως περιουσία των γονιών ή αποκλειστικά ως αντικείμενο υπό την προστασία τους.

Η Σύμβαση είναι ένα μοναδικό νομικά δεσμευτικό κείμενο το οποίο θέτει τις βασικές αρχές και προϋποθέσεις για τη σωστή μεταχείριση και το σεβασμό των δικαιωμάτων των παιδιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών, πλην των ΗΠΑ και της Σομαλίας.

Προχωρώντας πέραν από την παραδοσιακή θεώρηση των παιδιών, ως εν δυνάμει ενηλίκων, η Σύμβαση, επιχειρεί να εισαγάγει μια «νέα παιδική ηλικία» βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτής της νέας παιδικότητας τα παιδιά αναγνωρίζονται ως πρόσωπα: ως ολοκληρωμένες δηλαδή ανθρώπινεςυπάρξεις οι οποίες ενθαρρύνονται να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή των ομάδων όπου είναι ενταγμένα στο βαθμό που μπορούν, κατά τρόπο ενεργητικό, αναλαμβάνοντας ευθύνες και συμμετέχοντας στη λήψη αποφάσεων.

Η Σύμβαση, επιχειρεί να αγγίξει κάθε πτυχή στη ζωή των παιδιών επιδιώκοντας «να προωθήσει και να προστατέψει […] τα δικαιώματα των παιδιών σε κάθε λεωφόρο της ζωής» (Προοίμιο των Προαιρετικών Πρωτοκόλλων, 2000).

Η Σύμβαση, ωστόσο, δεν αποτελεί μια απλή συλλογή άρθρων, με διαφορετικές ή/και ανεξάρτητες μεταξύ τους αρχές. Αντίθετα συνιστά ένα καλά διαρθρωμένο, ενιαίο στο πνεύμα και το ύφος του κείμενο. Τα άρθρα της Σύμβασης, επιδιώκοντας να πετύχουν μια ισορροπία ανάμεσα, από τη μια, στην αναγνώριση της αυτονομίας και της αυτοτέλειας του παιδιού, και από την άλλη, στην προστασία και φροντίδα του, παρουσιάζουν μεγάλη αλληλεξάρτηση και σημαντική λειτουργική συνοχή με κεντρικό άξονα την προστασία της αξιοπρέπειας κάθε παιδιού ως διακριτής προσωπικότητας.

Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, μέσα από το εύρος των δικαιωμάτων που περιλαμβάνει, παρέχει ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για την ανάπτυξη, τον έλεγχο και συντονισμό αλλά και την αξιολόγηση πολιτικών που αφορούν στα παιδιά, όπως αυτές αναπτύσσονται στο εσωτερικό των Συμβαλλόμενων Κρατών. Για τούτο η Σύμβαση, θα πρέπει να προσεγγίζεται ως ενιαίο κείμενο κι όχι τμηματικά. Η διερεύνηση του κατά πόσο συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις ή πρακτικές είναι σχεδιασμένες ώστε να σέβονται και να προστατεύουν συγκεκριμένα δικαιώματα του παιδιού θα πρέπει να γίνεται όχι με αναφορά μόνο στο περιεχόμενο συγκεκριμένων άρθρων αλλά μέσα από μια πιο σφαιρική ανάλυση του κατά πόσο αυτές εξυπηρετούν την ανάπτυξη του παιδιού, παρέχουν τη δυνατότητα έκφρασης της ατομικότητάς του και κατ’ επέκταση συμβάλλουν ώστε τα παιδιά να προετοιμαστούν πλήρως για να έχουν μια ατομική ζωή (ΣΔΠ, 1989, Προοίμιο).

Το αγαθό της εκπαίδευσης, ως αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου κατοχυρώνεται για πρώτη φορά, στα πλαίσια της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, η οποία υιοθετήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Το Άρθρο 26 κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση και μάλιστα, τουλάχιστον στη στοιχειώδη και βασική της βαθμίδα, δωρεάν [26 (1)]. Καθορίζεται επίσης ότι η εκπαίδευση θα πρέπει,
· να αποβλέπει στην πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και στην ενίσχυση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιακών ελευθεριών και
· να προάγει την κατανόηση, την ανεκτικότητα και τη φιλία [26(2)].

Τέλος, στο Άρθρο 26, αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος που οι γονείς έχουν να επιτελέσουν στα πλαίσια της εκπαίδευσης των παιδιών τους, καθώς τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα «κατά προτεραιότητα, να επιλέγουν το είδος της παιδείας που θα δοθεί στα παιδιά τους» [26 (3)]. Το Άρθρο 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, αναπτύσσεται περαιτέρω σε άλλες διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις, όπως είναι το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα.

Σύμφωνα με το Άρθρο 13 του εν λόγου Συμφώνου,
«Τα Συμμετέχοντα Κράτη [στο παρών Σύμφωνο], αναγνωρίζουν το δικαίωμα του καθενός στην εκπαίδευση. Συμφωνούν ότι η εκπαίδευση θα έχει στο στόχο την πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και της αίσθησης της αξιοπρέπειάς της, και θα ενισχύει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Επιπρόσθετα συμφωνούν ότι η εκπαίδευση θα καθιστά ικανά όλα τα πρόσωπα να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε μια ελεύθερη κοινωνία, θα προωθεί την κατανόηση, την ανοχή, και τη φιλία ανάμεσα σε όλα τα έθνη κι όλες τις φυλετικές, εθνοτικές ή θρησκευτικές ομάδες και επιπλέον τις δραστηριότητες των Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της ειρήνης».

Στο Γενικό Σχόλιο για το Άρθρο 13 του Συμφώνου [General Comment No. 13, The right to education (Art. 13) - 08/12/99.E/C/ 12/1999/10)], υπογραμμίζεται ο διπλός χαρακτήρας του αγαθού της εκπαίδευσης, ως ανθρώπινου δικαιώματος και παράλληλα ως μέσου για την επίτευξη και απόλαυση άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σημειώνεται επίσης ότι η εκπαίδευση δεν έχει μόνο πρακτικούς στόχους καθώς «ένα καλά εκπαιδευμένο, διαφωτισμένο και ενεργό μυαλό, ικανό να διερωτάται ελεύθερα και με ευρύτητα, είναι μια από τις χαρές και τις απολαύσεις, της ανθρώπινης ύπαρξης».

Το Άρθρο 13, του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, αποτέλεσε τη βάση για τα Άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Με το Άρθρο 28 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τα Συμβαλλόμενα Κράτη, αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση και παράλληλα δεσμεύονται σε μια σειρά από μέτρα με τα οποία θα επιτευχθεί η άσκηση του δικαιώματος αυτού προοδευτικά και στη βάση της ισότητας των ευκαιριών. Τέτοια μέτρα είναι η παροχή δωρεάν και υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευση για όλους, η ενθάρρυνση για την ανάπτυξη διάφορων μορφών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η ενθάρρυνση της τακτικής φοίτησης κλπ.

Στο Άρθρο 29 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, παρατίθενται οι στόχοι στους οποίους τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεώνονται να κατευθύνουν την παρεχόμενη εκπαίδευση στα πλαίσια της επικράτειάς τους. Πρώτος από αυτούς είναι «η επιδίωξη της ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού και η πληρέστερη δυνατή ανάπτυξη των χαρισμάτων του και των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του».

Η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού τονίζει σε σχέση με το Άρθρο 28 ότι, οι στόχοι της εκπαίδευσης, όπως περιγράφονται από τη Σύμβαση, προωθούν, υποστηρίζουν και προστατεύουν την εγγενή σε κάθε παιδί ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη θεμελιακή, δηλαδή, αξία την οποία υπηρετεί η Σύμβαση, καθώς και τα άλλα ισοδύναμά της, αναφαίρετα, δικαιώματα (General Comment 1, CRC/GC/2001/1, 17 April 2001).

Παραπέρα, η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού υπογραμμίζει (σε σχέση με το Άρθρο 29), ότι το συγκεκριμένο Άρθρο, όχι μόνο αναγνωρίζει μια ποιοτική διάσταση στο δικαίωμα στην Εκπαίδευση, αλλά και επιμένει ώστε η εκπαίδευση να είναι παιδοκεντρική, φιλική στα παιδιά και παράλληλα να τα ενισχύει. Η Επιτροπή υπογραμμίζει περαιτέρω ότι το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση, δεν είναι μόνο θέμα πρόσβασης, αλλά και περιεχομένου:
«Η εκπαίδευση στην οποία κάθε παιδί έχει δικαίωμα θα πρέπει να είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που να παρέχει στο παιδί δεξιότητες ζωής, να ενισχύει την ικανότητα του παιδιού να απολαμβάνει το πλήρες εύρος των ανθρώπινων δικαιωμάτων και να προωθεί μια κουλτούρα εμποτισμένη με τις κατάλληλες αξίες των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στόχος, είναι η ενδυνάμωση του παιδιού αναπτύσσοντας τις δεξιότητές του, την ικανότητα του για μάθηση και άλλες ικανότητες, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση» (General Comment 1, CRC/GC/2001/1, 17 April 2001).

Όπως έχω ήδη τονίσει, η Σύμβαση αποτελεί ένα ενιαία οργανωμένο κείμενο και ως τέτοιο θα πρέπει να προσεγγίζεται στην εξέταση κάθε δικαιώματος που αυτή κατοχυρώνει. Τα δικαιώματα των παιδιών δεν αποτελούν μεμονωμένες αξίες, αλλά είναι τοποθετημένα σε ένα ευρύτερο ηθικό και νομικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζονται από μια δυναμική αλληλεξάρτηση.

Στη βάση μιας τέτοιας προσέγγισης, για παράδειγμα, κάθε παροχή εκπαίδευσης, σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που θέτει η Σύμβαση, δεν μπορεί παρά να σέβεται την εγγενή αξιοπρέπεια του παιδιού, να καθιστά το παιδί ικανό να εκφράζει την άποψη του ελεύθερα όπως επιβάλλεται από το Άρθρο 12 (1), να συμμετέχει στη σχολική ζωή, αλλά και να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες και ιδέες όπως επιβάλλεται από το Άρθρο 13 (1).

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια, ιδιαίτερης σημασίας για την Εισήγησή μου αυτή, είναι η διασύνδεση του δικαιώματος στην εκπαίδευση με το δικαίωμα της μη διάκρισης όπως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 2 της Σύμβασης:
Το Άρθρο 2 καθορίζει:
«1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εξασφαλίζουν σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση λόγω [φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων του παιδιού ή των γονέων του ή των νόμιμων κηδεμόνων του ή της κρατικής, εθνικής, ή κοινωνικής καταγωγής τους, της περιουσιακής τους κατάστασης] αναπηρίας (disability) τους, της γέννησή τους ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης.
2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεώνονται να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του παιδιού έναντι όλων των μορφών διάκρισης ή τιμωρίας … ».

Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού είναι η πρώτη διεθνής συνθήκη ανθρωπίνων δικαιωμάτων η οποία περιέχει συγκεκριμένη αναφορά στον όρο αναπηρία. Παράλληλα, είναι η πρώτη τέτοια συνθήκη στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στα δικαιώματα και τις ανάγκες των παιδιών με πνευματικές ή σωματικές αναπηρίες. Πιο συγκεκριμένα το Άρθρο 23 καθορίζει:
«1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι τα πνευματικά ή σωματικά ανάπηρα παιδιά πρέπει να διάγουν πλήρη και αξιοπρεπή ζωή, σε συνθήκες οι οποίες εγγυώνται την αξιοπρέπειά τους, ευνοούν την αυτονομία τους και διευκολύνουν την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του συνόλου.
2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ανάπηρων παιδιών να τυγχάνουν ειδικής φροντίδας και οφείλουν να ενθαρρύνουν και εξασφαλίζουν, στο μέτρο των διαθέσιμων πόρων, την παροχή στα δικαιούχα παιδιά και σε αυτούς που έχουν την ευθύνη για τη φροντίδα τους, μιας βοήθειας για την οποία έχει γίνει αίτηση και η οποία είναι προσαρμοσμένη στην κατάσταση του παιδιού και στις περιστάσεις των γονέων του ή άλλου που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους.
3. Αναγνωρίζοντας τις ειδικές ανάγκες των ανάπηρων παιδιών, η χορηγούμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου βοήθεια παρέχεται δωρεάν, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τους οικονομικούς πόρους των γονέων τους ή αυτών που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους, και σχεδιάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ανάπηρα παιδιά έχουν αποτελεσματική πρόσβαση και λαμβάνουν εκπαίδευση, επιμόρφωση, περίθαλψη, υπηρεσίες αποκατάστασης, επαγγελματική εκπαίδευση και ευκαιρίες ψυχαγωγίας κατά τρόπο που να εξασφαλίζει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη κοινωνική ένταξη και προσωπική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής και πνευματικής τους ανάπτυξης».

Παρά το γεγονός ότι ο όρος «παιδί με αναπηρίες» δεν καθορίζεται στη Σύμβαση, η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού παροτρύνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να θεσμοθετήσουν έναν κατάλληλο ορισμό ο οποίος να διασφαλίζει τη συμπερίληψη σε αυτόν όλων των παιδιών με αναπηρίες προκειμένου αυτά να είναι σε θέση να επωφελούνται από την ειδική προστασία και τα προγράμματα που αναπτύσσονται για αυτά (General Comment No. 9, 2006, CRC/C/GC/9).

Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει (General Comment No. 9, 2006, CRC/C/GC/9) στη Σύμβαση για τα Άτομα με Αναπηρίες η οποία υιοθετεί μια ιδιαίτερα ανοιχτή προσέγγιση του όρου «άτομα με αναπηρίες». Σύμφωνα με αυτή «Η ομάδα των ατόμων με αναπηρίες περιλαμβάνει εκείνα τα άτομα που έχουν μακροχρόνια φυσική, νοητική, διανοητική ή αισθητηριακή ανεπάρκεια που, σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, είναι δυνατόν να δυσχεράνει την πλήρη και αποτελεσματική τους συμμετοχή στην κοινωνία σε ίση, με τους άλλους, βάση» (Άρθρο 1).

Στο προοίμιο της Σύμβασης αναγνωρίζεται «ότι η αναπηρία είναι μια έννοια που εξελίσσεται και ότι αυτή απορρέει από την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε άτομα με ανεπάρκειες και περιβαλλοντικά εμπόδια και στάσεις, τα οποία παρεμποδίζουν την πλήρη και αποτελεσματική τους συμμετοχή στην κοινωνία σε ίση, με τους άλλους, βάση».

Με βάση τα Άρθρα 2, 23 και 28 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από το βαθμό αναπηρίας τους, έχουν το δικαίωμα σε μια εκπαίδευση η οποία θα τους δίνει την ευκαιρία να αναπτύξουν, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τις δυνατότητές τους. Παράλληλα, στα πλαίσια του πνεύματος που εισάγει η Σύμβαση και, ειδικότερα, στη βάση του Άρθρου 23 (3), η παρεχόμενη στα παιδιά με αναπηρίες εκπαίδευση θα πρέπει να δίνεται κατά τρόπο που αυτή να εξασφαλίζει την πληρέστερη, κατά το δυνατόν, κοινωνική τους ενσωμάτωση.

Το δικαίωμα των παιδιών με αναπηρίες, σε μια παιδοκεντρική εκπαίδευση που να απαντά στις ατομικές τους ιδιαιτερότητες και ανάγκες, με σεβασμό στην εγγενή ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια και, παράλληλα, που να συμβάλλει στην πλήρη, κατά το δυνατό κοινωνική τους ενσωμάτωση, έχει διασυνδεθεί, τα τελευταία χρόνια, με την υποχρέωση των Συμβαλλομένων Κρατών να παρέχουν, αν είναι δυνατόν, κατάλληλη και αποτελεσματική εκπαίδευση στα παιδιά με αναπηρίες στα συνηθισμένα σχολεία (regular schools).

Σύμφωνα με την UNESCO,εκπαίδευση βασισμένη στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σημαίνει μια εκπαίδευση για όλους – education for all - που να θεμελιώνεται σε τρεις βασικές αρχές:
· Την πρόσβαση σε δωρεάν, υποχρεωτική εκπαίδευση
· Την ισότητα, τη καθολική συμμετοχή και τη μη διάκριση
· Το δικαίωμα στην ποιοτική, ως περιεχόμενο κι ως διαδικασία, εκπαίδευση

Το 1994, ως συνέχεια πέντε άλλων, περιφερειακών, σεμιναρίων, οργανώθηκε η Παγκόσμια Διάσκεψη για την Ειδική Εκπαίδευση, στα πλαίσια της οποίας υιοθετήθηκε «Η Δήλωση και Πλαίσιο Δράσης της Σαλαμάνκα για την Ειδική Εκπαίδευση» (The Salamanca Statement and Framework for Action on Special Needs Education).

Η Δήλωση εδράζεται στην ιδέα ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα να φοιτά στο εγγύτερο προς το σπίτι του σχολείο και, παράλληλα, να λαμβάνει ατομική στήριξη σε αυτό, στο βαθμό που τη χρειάζεται. Αυτό φυσικά αφορά και στα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι πρώτα και πάνω από όλα είναι παιδιά με δικαιώματα όπως αυτά κατοχυρώνονται με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σύμφωνα με το κείμενο της Σαλαμάνκα, ο όρος «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» αναφέρεται σε όλα εκείνα τα παιδιά και τους νέους, των οποίων οι ανάγκες αναδύονται από αναπηρίες ή μαθησιακές δυσκολίες (σελ. 6).

Με τη συγκεκριμένη Δήλωση, η UNESCO καλεί τις κυβερνήσεις «να θέσουν στη ψηλότερη προτεραιότητα, στα πλαίσια του προϋπολογισμού και της πολιτικής τους, τη βελτίωση των εκπαιδευτικών τους συστημάτων προκειμένου αυτά να είναι σε θέση να υποδεχτούν όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από ατομικές διαφορές ή δυσκολίες». Πρόκειται ουσιαστικά για μια ανοιχτή υποστήριξη της πολιτικής της Ενιαίας Εκπαίδευσης (Inclusive Education), όπως αυτή έχει προταθεί στο χώρο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 στα πλαίσια της οποίας το σχολείο αναδιαμορφώνεται προκειμένου να είναι σε θέση να υποδεχτεί κάθε είδους διαφορετικότητα.

Όπως υπογραμμίζεται στη Δήλωση, «τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε συνηθισμένα σχολεία τα οποία να είναι σε θέση, στα πλαίσια μιας παιδοκεντρικής παιδαγωγικής, να καλύψουν αυτές τις ανάγκες· τα συνηθισμένα σχολεία με προσανατολισμό στην ενιαία εκπαίδευση με τη δημιουργία φιλόξενων κοινοτήτων, οικοδομώντας μια ενιαία κοινωνία και επιτυγχάνοντας την εκπαίδευση για όλους είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την αντιμετώπιση των στάσεων δυσμενούς διάκρισης. Επιπρόσθετα παρέχουν μια αποτελεσματική εκπαίδευση στην πλειοψηφία των παιδιών και βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα και τελικά την οικονομική ανταποδοτικότητα ολόκληρου το εκπαιδευτικού συστήματος».

Σύμφωνα με το Πλαίσιο Δράσης της Σαλαμάνκα, η Ενιαία Εκπαίδευση αποτελεί, αφενός, δυναμική προσέγγιση θετικής απόκρισης στη διαφορετικότητα των παιδιών και, αφετέρου, αντιμετωπίζει τις ατομικές διαφορές όχι ως πρόβλημα αλλά ως ευκαιρία εμπλουτισμού της διαδικασία της μάθησης.

Η θεμελιακή αρχή του Ενιαίου Σχολείου, είναι ότι όλα τα παιδιά θα πρέπει να μαθαίνουν μαζί, όπου αυτό είναι δυνατόν, ανεξάρτητα από τις όποιες δυσκολίες ή διαφορές που πιθανόν να έχουν. Η προσέγγιση αυτή δε συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση την παραγνώριση της διαφορετικότητας των παιδιών. Αντίθετα, τα Ενιαία Σχολεία, θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να ανταποκρίνονται στις διάφορες ανάγκες των μαθητών τους και, ως εκ τούτου, να προσαρμόζονται ταυτόχρονα σε διαφορετικά μαθησιακά στυλ και σε διάφορους ρυθμούς μάθησης The Salamanca Statement and Framework for Action, p. 11 – 12 . Στα πλαίσια του Ενιαίου Σχολείου, τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θα πρέπει να λαμβάνουν οποιαδήποτε επιπλέον στήριξη είναι δυνατόν να χρειάζονται ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική τους εκπαίδευση.

Η προώθηση της αρχής «Εκπαίδευση για Όλους» στα πλαίσια του Ενιαίου Σχολείου, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μέσα από την ανάπτυξη των κατάλληλων αναλυτικών προγραμμάτων, την υλοποίηση οργανωτικών διευθετήσεων, την εφαρμογή κατάλληλων διδακτικών στρατηγικών, τη χρήση πόρων και την ανάπτυξη συνεργασιών στο επίπεδο της κοινότητας. Πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα σε άλλα, προτείνονται τα ακόλουθα:
· Τα αναλυτικά προγράμματα θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των παιδιών και, ως εκ τούτου, να δίνουν επιλογές εναρμονισμένες με την παρουσία στο σχολείο παιδιών με διαφορετικές ικανότητες και ενδιαφέροντα.
· Τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θα πρέπει να λαμβάνουν επιπλέον εκπαιδευτική στήριξη στο πλαίσιο του συνηθισμένου αναλυτικού προγράμματος και όχι διαφορετικού. Κατευθυντήρια αρχή θα πρέπει να είναι η παροχή της ίδιας εκπαίδευσης σε όλα τα παιδιά.
· Στα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι ανάγκη να παρέχεται μια συνεχής ενίσχυση, που να ξεκινά από την ελάχιστη στήριξη στο πλαίσιο της συνηθισμένης τάξης και να καλύπτει τόσο πρόσθετα εκπαιδευτικά προγράμματα εντός του σχολικού περιβάλλοντος ή ακόμη, εφόσον είναι απαραίτητο, την πρόνοια για βοήθεια από ειδικούς εκπαιδευτικούς και εξωτερικό υποστηρικτικό προσωπικό.
· Η πλήρης εκμετάλλευση της τεχνολογίας με την ανάπτυξη και χρήση κατάλληλων τεχνολογικών προγραμμάτων.
· Η προετοιμασία κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού, σύμφωνα με την UNSESCO, για τις ανάγκες ενός εκπαιδευτικού συστήματος προσανατολισμένου να υπηρετήσει την αρχή «εκπαίδευση για όλους» στηρίζεται, ανάμεσα σε άλλα, και στην κατάλληλη προετοιμασία του προσωπικού στα πλαίσια των προπτυχιακών τους σπουδών σε συνδυασμό με μια συνεχή ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η κεντρική τάση, στο επίπεδο κοινωνικής πολιτικής σε διεθνές επίπεδο, είναι η προώθηση της ένταξης και της συμμετοχής και η καταπολέμηση του αποκλεισμού στη βάση οποιουδήποτε κριτηρίου. Κεντρική επιδίωξη είναι η συμμετοχή και η πλήρης ενσωμάτωση στο κοινωνικό σώμα κάθε ατόμου, ανεξάρτητα από το βαθμό διαφορετικότητας που το χαρακτηρίζει. Μια τέτοια επιδίωξη στη βάση της αναγνώρισης, της αποδοχής και του σεβασμού της ιδιομορφίας κάθε ανθρώπου, είναι ουσιαστικής σημασίας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και θεμελιώνεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εδραιώνεται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Το σχολείο, και το εκπαιδευτικό σύστημα γενικότερα, έχει κατά καιρούς επικριθεί για το ρόλο που διαδραματίζει στην εγκαθίδρυση ή/ και τη διατήρηση ανισοτήτων και στην προώθηση του κοινωνικού αποκλεισμού. Παράλληλα, όμως, επισημαίνεται και ο καθοριστικός ρόλος που αυτό είναι δυνατόν να παίξει, προς την αντίθετη κατεύθυνση, της άρσης των ανισοτήτων και την προώθηση της κοινωνικής κινητικότητας, μέσα από τον εκσυγχρονισμό, τον εκδημοκρατισμό και τον κατάλληλο σχεδιασμό.

Η παροχή ίσων ευκαιριών για εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά ξεκινά, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορεί να εξαντληθεί, στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα δώσουν σε όλα τη δυνατότητα πρόσβασης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πραγματικά ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση δημιουργούνται μέσα από την προσαρμογή του σχολείου και του αναλυτικού προγράμματος, των εκπαιδευτικών αλλά και των πρακτικών και μεθόδων που αυτοί ακολουθούν, στην πολυμορφία και την ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει τις ικανότητες και τις ανάγκες του μαθητικού πληθυσμού.

Μια από τις πιο ευάλωτες ομάδες παιδιών σε θέματα αποκλεισμού και δυσμενών κοινωνικών διακρίσεων αποτελούν τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες. Στηριγμένη στην αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των παιδιών, όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, και των ατόμων με αναπηρίες όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, η UNESCO, προωθεί τις τελευταίες δεκαετίες την πολιτική της Ενιαίας Εκπαίδευσης.

Η ιδεολογία της δημιουργίας ενός ενιαίου σχολείου έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική του διαχωρισμού, αναγνωρίζει το δικαίωμα όλων των παιδιών να συνεκπαιδεύονται στον ίδιο χώρο και επιδιώκει να εξασφαλίσει ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά μέσα από τη διαμόρφωση του κατάλληλου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, το οποίο αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού και τις επιπτώσεις αυτών των χαρακτηριστικών στη μάθησή τους (Gerschel, 1998, παρατίθεται από την Νικολαραΐζη, 2006, σελ. 61). Η πολιτική του ενιαίου σχολείου δεν υποστηρίζει το συνηθισμένο σχολείο. Αντίθετα εισηγείται τη ριζική του αναδιαμόρφωση προκειμένου να μετασχηματιστεί σε ένα σχολείο που θα μπορεί να ανταποκρίνεται στη διαφορετικότητα των παιδιών, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Να μετασχηματιστεί σε ένα σχολείο που θα δημιουργεί ευκαιρίες για κοινωνικές επαφές παιδιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά, θα βοηθά τα παιδιά να εξελίσσονται με πιο πολύπλευρο τρόπο, θα δίνει περισσότερες πρωτοβουλίες στους γονείς ενδυναμώνοντας τους και θα κάνει πιο αποτελεσματικούς τους εκπαιδευτικούς (Hall, 1997, παρατίθεται από την Νικολαραΐζη, 2006, σελ. 60). Πρόκειται για ένα σχολείο το οποίο απομακρύνεται από το μοντέλο της μειονεξίας δηλαδή την αναζήτηση των εσωτερικών αιτίων του προβλήματος στο ίδιο το παιδί αναγνωρίζοντας ότι πολλές από τις δυσκολίες που συναντάει ένα παιδί στη διάρκεια της εκπαίδευσής του προέρχονται ή προκαλούνται από εξωτερικά εμπόδια που θέτει το ίδιο το εκπαιδευτικό και κοινωνικό σύστημα.

Στα πλαίσια του Κυπριακού Εκπαιδευτικού Συστήματος, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικά βήματα – προς τη θετική κατεύθυνση – σε ότι αφορά στο σεβασμό του δικαιώματος των παιδιών με ειδικές μαθησιακές ανάγκες και δυσκολίες στην εκπαίδευση. Φτάνει μόνο να αναλογιστούμε ότι μέχρι το 1979 δεν υπήρχε ενιαία πολιτική σε ότι αφορά στην ειδική εκπαίδευση κι ούτε φυσικά κάποιος εκπαιδευτικός σχεδιασμός στήριξης και ενίσχυσης των παιδιών αυτών.

Σήμερα, η παρεχόμενη στα παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες εκπαίδευση, στην Κύπρο, ρυθμίζεται σύμφωνα με τον Περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμο του 1999 έως 2001.

Ο όρος «παιδί με ειδικές ανάγκες» για τους σκοπούς του συγκεκριμένου Νόμου, είναι αρκετά ευρύς και είναι δυνατόν να καλύψει τόσο τα παιδιά με ελαφριές μαθησιακές δυσκολίες όσο και παιδιά που αντιμετωπίζουν βαριές αναπηρίες. Πιο συγκεκριμένα «παιδί με ειδικές ανάγκες» σημαίνει παιδί που έχει σοβαρή μαθησιακή ή ειδική μαθησιακή, λειτουργική ή προσαρμοστική δυσκολία, που οφείλεται σε σωματικές (συμπεριλαμβανομένων των αισθητηριακών), διανοητικές ή άλλες γνωστικές ή ψυχικές ανεπάρκειες και που παρίσταται ανάγκη να του παρασχεθεί ειδική αγωγή και εκπαίδευση. Παιδί έχει μαθησιακή, ειδική μαθησιακή, λειτουργική ή προσαρμοστική δυσκολία αν:
I. έχει σημαντικά μεγαλύτερη δυσκολία μάθησης ή προσαρμογής σε σύγκριση με την πλειονότητα των παιδιών της ηλικίας του ή
II. έχει ανικανότητα που του αποκλείει τη δυνατότητα ή το παρεμποδίζει να χρησιμοποιεί τις εκπαιδευτικές διευκολύνσεις του είδους που γενικά διαθέτουν τα σχολεία για παιδιά της ηλικίας του (Άρθρο 2).
«Ειδική αγωγή και εκπαίδευση» σημαίνει την παροχή της αναγκαίας βοήθειας στο παιδί με ειδικές ανάγκες για τη συνολική ανάπτυξη του σε όλους τους τομείς ιδιαίτερα στον ψυχολογικό, στον κοινωνικό, στον εκπαιδευτικό, συμπεριλαμβανομένων όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης (προδημοτικής, δημοτικής, μέσης, ανώτερης και ανώτατης) (Άρθρο 2).

Η υιοθέτηση της συγκεκριμένης νομοθεσίας αποτελεί ένδειξη της δέσμευσης της Κυπριακής Πολιτείας στο στόχο για τη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στο Κυπριακό Σχολείο να λειτουργήσει ως χώρος συνύπαρξης και συνεκπαίδευσης παιδιών με και χωρίς ειδικές μαθησιακές δυσκολίες και ανάγκες. Η επίτευξη του στόχου αυτού απαιτεί μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια από την πλευρά της Πολιτείας, στην οποία έχουν δικαίωμα και, εγώ λέγω, υποχρέωση να εμπλακούν τόσο οι γονείς των παιδιών όσο και τα ίδια τα παιδιά.

Τόσο η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού αναγνωρίζει το δικαίωμα των γονιών σε μια ενεργή εμπλοκή στα θέματα εκπαίδευσης των παιδιών τους. Παράλληλα, η ακαδημαϊκή έρευνα έχει αναδείξει το σημαντικό ρόλο που οι γονείς παιδιών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες και άλλες αναπηρίες μπορούν να επιτελέσουν, ειδικότερα σε ότι αφορά στο περιεχόμενο των αποφάσεων που λαμβάνονται.

Ειδικότερα στην Κύπρο «οι γονείς έχουν αποδείξει ότι μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να γίνουν πολιτικά δυναμικοί» (Συμεωνίδου, 2008) και ικανοί να διεκδικήσουν τα δικαιώματα των παιδιών τους. Η διαμόρφωση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου αναφορικά με την εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές μαθησιακές ανάγκες, αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, καρπό και της πολιτικής πίεσης των οργανωμένων γονέων.

Η παραχώρηση, στα πλαίσια της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού του δικαιώματος και, παράλληλα, της υποχρέωσης, εμπλοκής των γονιών στην εκπαίδευση των παιδιών τους συνεπάγεται, ταυτόχρονα, και την υποχρέωσή τους να λειτουργήσουν ως συνέταιροι του σχολείου στα πλαίσια μια σχέσης αμοιβαίας συνεργασίας και ειλικρινούς επικοινωνίας. Στα πλαίσια μιας τέτοιας συνεργασίας οι γονείς, θα πρέπει να εμπλακούν σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού, της εφαρμογής και της αξιολόγησης της εκπαίδευσης του παιδιού. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η υποχρέωση και, παράλληλα, το δικαίωμα των γονιών παιδιών με ειδικές μαθησιακές ανάγκες να ενημερώνονται για την πρόοδο του παιδιού τους σε τακτική και συνεχή βάση κι εκεί όπου χρειάζεται να λαμβάνουν επαγγελματική καθοδήγηση.

Η προοδευτικά ουσιαστική συμμετοχή των παιδιών στη διαμόρφωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και στη λήψη αποφάσεων που αφορούν στα ίδια αποτελεί επίσης δικαίωμα που κατοχυρώνεται από τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Άρθρο 12). Για την πλήρη απόλαυση του δικαιώματος του παιδιού να συμμετέχει σε όλες τις διαδικασίες που το αφορούν έρχονται να συνδράμουν τα, επίσης αναγνωρισμένα στη Σύμβαση, δικαιώματά του, να λαμβάνει πληροφορίες (Άρθρα 13 και 17), να διαμορφώνει και να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το αφορά, όπως και το δικαίωμα οι απόψεις του παιδιού να λαμβάνονται υπόψη ανάλογα με την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητάς του (Άρθρα 12).

Όπως έχω ήδη αναφέρει, η Σύμβαση αναγνωρίζει ότι τα παιδιά, σε λιγότερο ή μεγαλύτερο βαθμό – αυτό εξαρτάται από την ηλικία και την προοδευτική ανάπτυξη και ωριμότητα του παιδιού - έχουν ανάγκη την προστασία και την καθοδήγηση των ενηλίκων. Ορισμένες φορές, ειδικότερα στα πρώτα στάδια της παιδικής ηλικίας, τα παιδιά στερούνται την απαραίτητη γνώση ώστε να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση του δικού τους συμφέροντος. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις αυτές οι ενήλικες είναι υποχρεωμένοι να μην αγνοούν εντελώς τις επιλογές ή/ και τις απόψεις των παιδιών.

Από την άλλη όταν οι ενήλικες λαμβάνουν αποφάσεις για τα παιδιά, έχουν την ευθύνη, να το κάνουν λαμβάνοντας υπόψη αυτό που το παιδί θα αποφάσιζε στην περίπτωση που θα ήταν ένας αυτόνομος ενήλικας.

Παράλληλα είναι εξίσου σημαντικό και ουσιαστικό να καλλιεργούν σταδιακά / εξελικτικά τη δυνατότητα των παιδιών να αποφασίζουν μόνα τους, ενισχύοντας τους τη δυνατότητα κριτικής σκέψης και διαμόρφωσης προσωπικής άποψης και διασφαλίζοντας τους το δικαίωμα να λαμβάνουν πληροφόρηση και να διατυπώνουν τις απόψεις τους.

Η κατοχύρωση των Δικαιωμάτων των Παιδιών, συνεπάγεται τη μεταφορά των παιδιών από την περιφέρεια στο κέντρο της κοινωνικής ζωής και της δημιουργίας εκείνων των κοινωνικών πλαισίων που θα τους επιτρέψουν να απολαύσουν πλήρως τα δικαιώματά τους. Η επίτευξη του στόχου αυτού απαιτεί μια συνεχή προσπάθεια στα πλαίσια της οποίας θα χρειαστεί να συγκρουστούμε με παγιωμένες αντιλήψεις, κοινωνικές πρακτικές, συμφέροντα και προτεραιότητες βαθιά ριζωμένα δυστυχώς, ακόμη και στις πιο σύγχρονες κοινωνίες.

Χαρακτηριστικά, και συνάμα πολύ καυστικά, είναι τα σχόλια του Thomas Hammarberg, μέλους της πρώτης Επιτροπής των Ηνωμένων για τα Δικαιώματα του Παιδιού και σημερινού Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης:
«Τα παιδιά πάντοτε ήταν, και ακόμη είναι, τα θύματα της υποκρισίας. Οι πολιτικοί εμφανίζονται να υποστηρίζουν την ευημερία των παιδιών, ορισμένοι από αυτούς επιδιώκουν με ιδιαίτερα έντονο τρόπο να εμφανιστούν φιλικοί προς τα παιδιά. Όταν όμως σε πραγματικές συνθήκες η οικονομία και άλλα ενδιαφέροντα εμφανιστούν στο προσκήνιο, τείνουν να απογοητεύουν τα παιδιά» (Hammarberg, 1993, σελ. 296). Hammarberg, T. (1993).

Η Κυπριακή Πολιτεία έχει αρχίσει τα τελευταία πέντε χρόνια το δύσκολο έργο της μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Χαιρετίζω την προσπάθεια αυτή. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα απογοητεύσει τα παιδιά αλλά, αντίθετα, ότι θα ενσωματώσει πλήρως τα δικαιώματα τους όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Είναι πολύ σημαντικό να μην ξεχνούμε ότι τα παιδιά δεν είναι μικρογραφίες ανθρώπων με μικρότερα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι ολοκληρωμένες ανθρώπινες υπάρξεις, με προσωπικότητα, εγγενή αξιοπρέπεια και πλήρη ανθρώπινα δικαιώματα. Τόσο η Πολιτεία όσο και η κοινωνία στο σύνολό της έχουν υποχρέωση να τους διασφαλίσουν την ουσιαστική απόλαυση των δικαιωμάτων αυτών.


Οκτώβριος 2008







Κατεβάστε το αρχείο Word Εισήγηση της Επιτρόπου στο 9ο Συνέδριο Δυσλεξίας 18-19 Οκτωβρίου 2008 - FINAL FINAL FINAL.doc


Πίσω στην προηγούμενη σελίδα





Back To Top